Κσίστοφ Ζανούσσι: «οι καλλιτέχνες δύσκολα συγχωρούν τις προσβολές αν πληγούν οι φιλοδοξίες και η υπερηφάνεια τους»
Βλαντιμίρ Λεγκούντα
Διαβάστε περισσότερα

Η συγχώρηση


Πάν Κσίστοφ, «η συγχώρηση» είναι ακόμα ένα δύσκολο θέμα.

Ναί.

Ακόμα ένα απόσπασμα σας. Εσείς λέγετε: «Οι καλλιτέχνοι δύσκολα στγχωρούν τις προσβολές, άν επηρεάζονται η φιλοδοξία τους και η υπερηφάνεια».

Ναί.

Πέστε μας, άν είναι δυνατό, είχατε στη ζωή σας προσβολές που εσείς σαν καλλιτέχνης δεν μπορούσατε να τις συγχωρείτε;

Μπορέις να τα συγχωρείς, γιατί δεν μπορείς να πάρεις εκδίκηση—τί άλλο σου μένει; Αλλά είναι αλήθεια ότι δεν μπορώ να τα ξεχάσω. Έχει τέτοιες. Και πρόσφατα η προτελευταία ταινία μου, δέχτηκε τεράστια επίθεση. Είναι οργανωμένη επίθεση από ανθρώπους που δεν αντέχουν την σκέψη ότι μπορεί να υπάρχει ένας φιλόδοξος αλλά θρησκευτικός κινηματογράφος. Και με χτύπησαν πάρα πολύ εκεί. Μόνο στη δική μου χώρα, στο εξωτερικό πέρασε καλύτερα. Είναι η προτελευταία ταινία, τώρα φτιάχνω ήδη μία καινούρια. Δηλαδή, ξέρετε, να συγχωρέσεις...

Εννοείτε «Το ξένο σώμα»;

«Το ξένο σώμα». Να συγχωρείς—είναι πιο εύκολο μ’αυτό. Για μένα είναι ένα τεράστιο πρόβλημα ότι με μένα πεθάνει μία γεννιά που είχε τόσο πολλούς εγκληματίες και αυτοί οι άνθρωποι πέθαναν χωρίς τιμωρία. Αυτά που έκαναν στα 50-α, που έκαναν νωρίτερα, στα χρόνια του Δεύτερου Παγκόσμιου πόλεμου. Οι περισσότεροι έχουν ήδη πεθάνει. Όλοι αυτοί οι εγκληματίες είναι στη Γερμανία, και έφιγαν χωρίς τιμωρία. Είναι πολύ δύσκολα να συμφωνείς μ’αυτό, ότι μπορεί να έχει απλώς ένα έγκλιμα χωρίς τιμωρία. Και πώς να τους συγχωρέσεις, αν δεν ζητούν συγγνώμι. Είμαστε συνηθησμένοι ότι μπορέις να συγχωρέσεις άν ο άνθρωπος παραδέχεται την ενοχή του. Από την άλλη πλευρά υπάρχει δικαιοσύνη. Και η δικαιοσύνη απαιτεί ο άνθρωπος είτε να μετανοήσει, είτε να τιμωρηθεί. Χωρίς την τιμωρία η κοινωνία σπάει γιατί βλέπουν ότι το κακό μένει ξεχαστό. Δεν μπορούμε να συγχωρέσουμε από τις θυσίες που δεν μένουν πια. Επίσης πρέπει να γυρίσουμε στην δικαιοσύνη και να λέμε: «Αυτό είναι άδικο. Δεν μπορούμε να ζήσουμε μ’αυτό έτσι απλώς. Δεν μπορούμε να εγκατάσταθούμε σε μία τέτοια συμφιλίωση». Γενικώς είναι δύσκολο να εγκατασταθείς σε συμφιλίωση .

Αυτό που είπατε είναι πολύ σημαντικό. Συμπεριλαμβάνοντας γιατί μου φαίνεται ότι τώρα πολύ συχνά υπάρχουν αντιπαραθέσεις όταν συμβαίνει προσβολή στα ιερά. Και όχι σπάνια πρέπει να εξηγείς  ότι δεν μπορείς να συγχωρέσεις στην έννοια ότι άν θα μένει ατιμώρητο, θα οδηγήσει σε φθορά—αυτό που μιλάτε. Παρ’ όλο που έχει και ένα θέμα ότι ο έλεος είναι πάνω από τη κρίση. Είναι ένα πολύ χριστιανικό θέμα.

Ναί, ναί.

Ίσως αυτό είναι πολύ προσωπικό, δεν είναι;

Στη κοινωνική έννοια—δεν είναι τυχαίο ότι ο βασιλέυς, ο αυτοκράτορας μπορούσε να συγχωρήσει.

Ένας πρόεδρος επείσης μπορεί να συγχωρήσει.

Οι πρόεδροι τώρα μπορούν να το κάνουν. Είναι μία ομολογία ότι έχει περιπτώσεις που... Έγραψα ένα θεατρικό έργο που εμφανίζεται ένας Γάλλος ληστής 18 χρονών. Είναι στα 50-α. Αυτός καταδικάστηκε σε θάνατο, γιατί πυροβόλησε ένα αστυνομικό. Ζούσε δύο η τρία χρόνια στη φυλακή και συμβανόταν μία πλήρη επιστροφή, και γύρισε στη πίστη. Ήταν άνθρωπος που παραδέχτηκε ένοχος, δημιουργήθηκε δύο πολύ βαθεία βιβλία ( αυτός ο ίδιος δεν έγραψε βιβλία, αλλά μετά το θάνατο του εκδώθηκε το ημερολόγιο και η αλληλογραφία του). Τέλος πάντων ο Πρόεδρος της δημοκρατίας δεν μπορούσε να τον ελεήσει γιατί ο νόμος δεν το επέτρεπε. Γιατί αυτό που έγινε μετά το έγκλιμα δεν μπορεί να επηρεάσει το γεγονός ότι είχε έγκλημα. Και να σκοτώσεις ένα αστυνομικό σ’ αυτό το καιρό—πρέπει να είναι θανατική ποίνη. Τον έβασα στη διήγηση μου γιατί αυτό με ενοχλεί πολύ. Αυτός ο άνθρωπος είπε πριν από το θάνατό του: «Κάνετε σωστώς ότι με σκοτώνετε, γιατί φταίω. Θέλω να δώσω την ταλαιπωρία μου για αυτόυς που δεν κατάλαβαν το έγκλημα τους». Από ηθική ἀποψη ήταν ένας μεγάλος άνθρωπος.

Ναί, συμφωνώ.

Ναί. Αλλά από την άλλη πλευρά είναι μία απόδειξη ότι δεν είναι τόσο εύκολα με αυτή τη συγνώμι, πρέπει να αισθάνεις την ενοχή σου και να την ομολογήσεις. Και να προσπαθείς να κάνεις κάτι για να αποζημιώνεις την ενοχή σου, όχι απλώς να πείς: «Με συγχωρείτε» και αυτά.

Κάνε τώρα κάτι, δός κάτι, να προσπαθείς να κάνεις κάτι στη ζωή σου που μπορεί τουλάχιστον συμβολικά, και καλύτερα όχι συμβολικά τουλάχιστον από μέρος να διορθώνει το κακό που έχεις κάνει. Αλλιώς είναι πολύ εύκολα, να συγχωρείς και να λές: «Καλά, να το ξεχάσουμε». Είναι μία συγχώρηση από τεμπελιά. Καθόλου δεν είναι αυτό που διάβασα στα Ευαγγέλια.

Παν Κσίστοφ, ακόμα μία προσωπική ερώτηση άν μου επιτρέπετε. Υπήρχαν στη ζωή σας άνθρωποι, απο τους οποίους δεν είχατε χρόνο να  ζητήσετε συγχώρεση;

Να σας πώ την αλήθεια, όχι. Αλλά δεν είναι η αξία μου. Είναι για πρώτη φορά... δεν είμαι πρόσωπο σύγκρουσης. Είμαι τυχερός. Αλλά είναι ακόμα η ιδιοσυγκρασία μου. Είμαι φλεγματικός άνθρωπος. Και τις ταινίες μου τις φτιάχνω πολύ αργά. Άν θα ήμουν χολερικός, θα είχα πολύ περισσότερους εχθρούς. Και δεν τους έχω γιατί απαντώ αργά. Και είμαι τυχερός για αυτό. Προσπαθούσα να γίνομαι πιλότης, και ξέρετε, σαν πιλότης είμαι πολύ καλός. Όχι σαν οδηγός αυτοκινήτου. Γιατί οι χολερικοί οδηγούν καλύτερα αυτοκίνητα, και οι φλεγματικοί αεροσκάφους. Τα έχω ήδη σκεφτεί πολύ. Γιατό σ’αυτή τη έννοια δεν έχω τέτοιες συγκρούσεις, αλλά... βεβαίως να ζητώ συγνώμι, όχι, δεν είχα τέτοιες λαμπρές στιγμές.

Για να μήν είχατε καιρό να πάτε στον άνθρωπο...

Ξέρετε, δεν ήταν έτσι. Ήταν απλώς ένα καλό από το Θεό. Δεν είναι η αξία μου. Συνέβη έτσι ότι δεν το θυμάμαι ο ίδιος.


Η αγάπη


Πάν Κσίστοφ, «η αγάπη» είναι το τελευταίο θέμα μας, Και θα ήθελα να απευθύνομαι σε ακόμα ένα απόσπασμα από το βιβλίο σας. Όταν μιλάμε για την αγάπη, συχνότερα σκεφτόμαστε είτε για την αγάπη ενός άντρα και μίας γυναίκας, είτε για την οικογένεια. Και εσείς γράφετε τα εξής: «Τα πρόσωπα των γονέων μου συχνά εμφανίστηκαν στις ταινίες μου. Ιδιαίτερα του πατρός μου. Μπήκα σε πολεμική μαζί του, ανέφερα τις αγαπημένες του εκφράσεις, μίμησα κάποιες συνέθειες. Και μετά τρόμαξα όταν αυτός ήρθε στη πρεμιέρα. Και κάθε φορά επαναλαβότανε η ίδια ιστορία: δεν γνώρισε τον εαυτό του, παρ’ όλο που βρήκε τις ομοιότητες μεταξύ τους άλλους ήρωες και κάποιου από το κύκλο μας». Έχω μερικές ερωτήσεις. Πράγματι δεν γνώρισε τον εαυτό του ούτε μία φορα; Γιατί δεν γνώρισε; Και η βασική ερώτηση: τί ήταν αυτό για σας; Καταλαβαίνω ότι είναι κάτι πολύ πρσωπικό. Είναι μία έλλειψη πατρικής αγάπης; Έτσι τον χτυπήσατε την πόρτα, κάνατε το δρόμο σας;

Όχι, βεβαίως έκανα το δρόμο μου από τη μία πλευρά. Ήταν μία πολεμική, που είναι κανονική για ένα νέο άνθρωπο. Και πόσο ο πατέρας μου ο οποίος ήταν ένας διανοούμενος, ίσως έκρυψε αυτό που έχει παρατηρήσει. Μπορεί να ήταν έτσι. Τότε καμία φορά τα υποψιάστηκα.

Α-α, λοιπόν τα γνώρισε καμιά φορά.

Ίσως και τα γνώρισε. Αλλά δεν ήταν μεγάλες συγκρούσεις. Αυτός ήταν απολυταρχικός άνθρωπος. Και εγώ σαν ένας νεαρός, ήμουν ένας αντάρτης γιός. Αλλά ποτέ δεν έφθασε σε μεγάλες συγκρούσεις. Καμιά φορά συνέβη ότι μαλώσαμε και μου φώναξαν δυνατά. Και αυτές οι φωνάξεις ήταν για αφηρημένα πράγματα. Για παράδιεγμα, για τον Τσαικόβσκι. Αυτός ήταν η αιτία μίας μεγάλης σύγκρουσης μεταξύ μας.

Με τον μπαμπά σας;

Ναί, με τον μπαμπά μου. Ο μπαμπάς μου, σαν Ιταλός αγαπούσε πραγματικά τον Τσαικόβσκι. Και εγώ, ήμουν νέος, και μιλούσα ότι ο Τσαικόβσκι είναι κιτς, μία φθινή μουσική. Τώρα σιωπώ γιατί ήταν φοβερές ανοησίες αυτά που είπα τότε. Ποιός από τους νέους δεν έχει μιλήσει τέτοιες ανοησίες! Και με εμένα το συνέβη. Και ντρεπόμουν για αυτά. Ύστερα έπρεπε να ζητήσω συγνώμι όχι μπροστά τον πατέρα μου, αλλά μπροστά τον Τσαίκόβσκι.

(γελάει). Μου φαίνεται ότι αφ’ όσο ο πατέρας σας γνώρισε τους άλλους ανθρώπους, νομίζω ότι και τον εαυτό του...

Λίγο-λιγο. Όχι εκατόν στο εκατόν.

Παν Κσίστοφ, ακόμα ένα θέμα, ακόμα ένα απόσπασμα από το βιβλίο σας. Μιλάτε: «Οι συνέπειες της σεξουαλικής επανάστασης είναι η αποδυνάμωση των ενώσεων και αυτή η δυσκολία της αγάπης, για την οποία ο σημερινός πολιτισμός φωνάζει τόσο δυνατά χωρίς να προτείνει κάτι σε αντάλλαγμα.» Τι εννοείτε—φωνάζει, πως εκφράζεται αυτό;

Έχει ένα τεράστιο ποσότης ταινίων που αποδείκνυται το αδύνατο της αγάπης.

Α, το αδύνατο.

Και είναι μία φωνή δυστυχισμένων ανθρώπων που δεν μπορούν να βρούν αγάπη. Από την άλλη πλευρά, είναι φυσικό για τον άνθρωπο όταν η πνευματική αγάπη πηγαίνει στη φυσική ένωση. Άν τώρα αυτή η φυσική ένωση έγινε απλή, φθινή, δεν αξίζει τίποτα, αυτό σημαίνει ότι δεν έχει έκφραση βαθείων αισθημάτων. Γιατί δε θα βρούμε μία άλλη έκφραση. Είναι μία τέτοια διαδικασία, με την οποία δεν ξέρουμε τι να κάνουμε. Μπορούμε να πάμε πίσω μαζί το. Αλλά νομίζω ότι πρέπει να πιστεύσουμε ότι ο άνθρωπος πρέπει να ζεί σε περιορισμό. Να μήν επιτρέπει όλα στον εαυτό του. Και αυτός ο πολιτισμός καταναλώσεως δεν επιτρέπει μία τέτοια αποστολή. Ο πολιτισμός τη πώλησης, ο πολιτισμός που βασίζεται στο θέλω να έχω περισσότερα, και ακόμα περισσότερα. Είναι μία διαφορετική προσέγγιση. Από τη παιδική μου ηλικία μαθαίνω ότι να αρνηθώ είναι μία κατόρθωμα μου, άν μπορώ να αρνηθώ από κάτι, να μήν θέλω κάτι, παρ’ όλο που κάποιος μου το πουλάει. Έχει ένα τεράστιο πρόβλημα με τους συναδέλφους μου οι οποίοι δουλεύουν στη διαφήμιση. Αυτό που κάνει η διαφήμηση μου φαίνεται επίσης θα παρουσιαστεί στο κανάλι σας. Αλλά αυτή πάντα δημιουργεί τη θέληση, που δεν την έχουμε ακόμη. Γιαυτό η διαφήμηση δεν είναι πληροφορίες. Είναι μια προσπάθεια για να αγοράσω αυτό που δε θέλω να το αγοράσω, και δεν το χρειάζομαι σε  περισσότερες περιπτώσεις. Είναι γενικώς το θέμα της σύγχρωνης οικονομικής όλου του κόσμου. Δεν μπορούμε να ζήσουμε όπως ζούσαμε μέχρι τώρα, όταν καθένας ήθελε να έχει περισσότερα. Τώρα πρέπει να μάθουμε πως να ζούμε καλά και να έχουμε λιγότερα. Μόνο ένας τέτοιος άνθρωπος για μένα είναι ένας σίγουρος άνθρωπος. Και στην αγάπη. Ακόμα και στη φυσική αγάπη, άν αρνηθούμε κάτι για τον εαυτόν μας, τότε η αξία είναι υψηλότερη, και θα είναι πιο πλήρως. Αλλά είναι δύσκολο να πηγαίνεις στη σύγχρωνη κοινωνία με ένα τέτοιο σύνθημα.

Είναι δύσκολο. Ξέρετε, σας άκουσα τώρα, και σας διάβασα—έχετε μιλήσει πολύ για αυτό, αλλά τώρα σκέφτηκα: πράγματι, οι συνέπειες όλων αυτών, συμπεριλαμβάνοντας την σεξουαλική επανάσταση, απλώς έχουν υπερκορέσει τον άνθρωπο, και δεν θέλει πια. Είναι ενδιαφέρον, ακόμα ένα θέμα,--η κοινωνία της πληροφωρίας: τα παιδιά, οι έφηβοι, οι νέοι είναι ένα είδος τιμωρία. Χάνουν την σωματική τους υλικότητα, ακόμα και την συγκοινωνία, χάνουν το ενδιαφέρον για αυτό, τις σχέσεις, γιατί όλοι έιναι μέσα στις συσκευές τους, σε κάποιους κράνους.

Ναί, βεβαίως, ξεφεύγουν από τη πραγματικότητα. Αλλά η εικονική πραγματικότητα είναι μία ελπίδα για την ανθρωπότητα, που—στην ανθρωπότητα—δεν φθάνει ο καιρός για όλους. Άν θα σκεφτώ ότι μου το έχουν πεί κάπου στην Κίνα, μου φάινεται ότι το έχω αφήσει κάπου σε ένα βιβλίο, άν όλος ο κόσμος θα ήθελε το καλοκαίρι να ξαπλώνεται στη παραλία, θα έπρεπε όλοι να είναι σε δύο στρώματα, γιατί δεν φθάνει χώρο, δεν φθάνει πραγματικότητα για όλους. ΄Ενα τεράστιο αριθμό ανθρώπων μπορεί να συγκοινωνέι με το πλούτος του κόσμου μόνο στο εικονικό κόσμο. Στο πραγματικό κόσμο αυτό δεν φθάνει για όλους, για τα εκατομύρια Κινέζων και Ινδών, για τη Νότια Αμερική, όπου μεγαλώνει ένας τεράστιος πληθισμός. Είναι ένα άλλο θέμα: ποιά ελπίδα έχει σ’αυτή τη εικονική πραγματικότητα και πόσο είναι πλήρη. Οι άνθρωποι δεν μπορούν... ο κόσμος δεν μπορεί να στέκεται για να δέι την Μόνα Λίζα, γιατί η ουρά θα είναι για τρία χρόνια. Δηλαδή μόνο η εικονική Μόνα Λίζα είναι προσδόκητη για μας, για τους περισσότερους.

Είναι ένα λίγο τεχνιτό παράδειγμα. Όλος ο κόσμος δεν θα πάει αμέσως. Μπορούν να το κάνουν σε διάρκεια...

Το σκέφτω ακόμα και όχι αμέσως. Αλλά η στατιστική λέει ότι η ουρά θα είναι τεράστια, γιατί θα γεννηθούν νέοι άνθρωποι και θα εγγραφθούν στη σειρά για να επισκέψουν το εκθεσιακό χώρο.

Παν Κσίστοφ, δεν μπορώ να μήν σας ρωτήσω σ’αυτό το θέμα της αγάπης. Τι νομίζετε, πόσο είναι δυνατό να μιλήσετε για την αγάπη του Θεου προς τον άνθρωπο με τη γλώσσα του κινηματογράφου;

Ξέρετε, μου φαίνεται ότι μερικοί το πετυχαίνουν. Αλλά είναι πολύ λίγοι οι ηθοποιοί που πίστευαν στο Θεό και πίστευαν στην αγάπη Του για τους ανθρώπους. Αυτό είναι το πρόβλημα. Δεν είναι τα μέσα που μας περιορίζουν. Μόνο ο αριθμός των εθελόντων να το εκφράσουν. Υπάρχει μία επιλογή, ότι ακόμα στη κοινωνία, οι πιστοί μπορούν να μήν είναι πλειοψηφία, αλλά μεταξύ τους δημιούργους, ιδιαίτερα στο κινηματόγραφο, των οπτοακουστικών—είναι μία παράμικρή ομάδα ανθρώπων για τους οποίους μία τέτοια άποψη είναι κοντά. Για τους περισσότερους είναι κάτι τελείως ξένο, και αυτό είναι ένα πρόβλημα.

Δηλαδή δεν είναι πρόβλημα της γλώσσας του κινηματογράφου, αλλά το πρόβλημα του καλλιτέχνη.

Ναί, είναι απολύτως του καλλιτέχνη. Είναι μία έλλειψη ανθρώπων να το επιζήσουν. Το βλέπουμε και στη λογοτεχνία. Είναι στα χρόνια μας... είχε χρόνια όταν σχεδόν όλοι οι καλλιτέχνες ήταν πιστοί άνθρωποι. Και όλοι οι επιστήμονες στα Μεσαίωνα ήταν πιστοί. Ακόμα και ο Νεύτον, ασχολήθηκε περισσότερα με θεολογία από την φυσική.

Βεβαίως.

Σἠμερα είναι το αντίθετο. Αυτόι που έχουν, ας πούμε κάποια θεολογική ευαισθησία, συχνά καθόλου δεν μπαίνουν σ’ αυτό το κόσμο, είναι απροσδόκητος για αυτούς και ακόμα και εχθρικός, αυτός ο οπτοακουστικός κόσμος. Υποφέρω πολύ για αυτό, γιατί θα ήθελα, άν διβάζω διαλέξεις, να βρώ ανθρώπους που θα είναι λίγο κοντοί σε μένα. Αλλά τους βρίσκω σπάνια. Καμία φορά πετυχαίνω όμως.

Πέστε μου, μπορώ να σας ερωτήσω κάτι; Μου το έχετε υποσχεθεί.

Ο χρόνος τελειώνει.

Τουλάχιστον για ένα λεπτό.

Ναί, τώρα.

Ξέρετε την τελευταία πολεμική, ο κύριος Σκαλφάρο έκανε μία όχι πολύ σωστή συνέντευξη με τον Πάπα της Ρώμης. Αλλά εμφανίστηκε μία ερώτηση που είναι τώρα πολύ δημοφιλή στη Δύση μεταξύ τους πιστούς και απίστους. Τί να κάνουμε με τον Άδη, μήπως υπάρχει μία εξωτερική τιμωρία; Πόσο ξέρουμε για αυτό, πόσο το χρειαζόμαστε; Μήπως μπορούμε να ζήσουμε τόσα χρόνια μετά το πόλεμο, όταν τα φοβερά εγκλίματα λίγο απομακρύνθηκαν από μας, και μπούμε μέσα σε μία αγγελική σκέψη, ότι δεν υπάρχει κανένας Άδης, ότι είναι κενός, ότι δε θα έχει καμία τόσο φοβερή κόλαση για κανένα. Πώς το θεωρούν στη Ορόδοξη προοπτική; 

Ίσως δεν είμαι έτοιμος να απαντήσω για όλη τη Ορθόδοξη προοπτική, γιατί το θέμα είναι δύσκολο. Μπορώ να πώ πως λύνω το πρόβλημα για τον εαυτόν μου, γιατί βεβαίως το ερώτημα ανακύπτει και είναι ένα δύσκολο ερώτημα. Μου φαίνεται ότι σχετικά με τα όρια της τιμωρίας, του βραβείου και της κόλασης, είναι ένα μυστήριο, και σήμερα υπενθυμήκαμε τους λόγους σας για την ανάσα μυστηρίου, λοιπόν, νιώθω μία ανάσα μυστηρίου σ’αυτο το ερώτημα. Αλλά μου φαίνεται, ότι η κόλαση είναι πρώτ’ απ’ όλα το αδύνατο να είσαι δίπλα στη απόλυτη αγάπη. Όταν δεν είσαι έτοιμος για αυτό, ξέρετε όταν έχεις κάνει κάτι κακό στον άνθρωπο, και αυτός σου λέει «Σ’αγαπώ τόσο πολύ!» και θέλεις να βυθιστείς στο έδαφος, γιατί δεν μπορέις να είσαι δίπλα. Σου πονάει απ’ αυτά. Μου φαίνεται είναι μία τέτοια μεταφορή.

Χαίρομαι ότι αισθάνετε εδώ ένα μυστήριο.

Βεβαίως.

Και ο Πάπας της Ρώμης είπε, ότι σ’αυτό είναι πρώτ’ απ’ όλα ένα μυστήριο. Θυμάμαι ότι στα Ευαγγέλια έχει ένα τόπο που μου βοηθάει πολύ να συμβιβαστώ με την επιστήμη, όταν οι φαρισαίοι ερωτούν τον Χριστό: «Τί θα είναι μετά το θάνατο, άν μου έχει πεθάνει η γυναίκα, και η δέυτερη, και η τρίτη, με ποιά θα είμαι στο παράδεισο;» Ο Χριστός είπε: «Όλα αυτά θα είναι διαφορετικά». Να καταλαβαίνεις ότι μετά το χρόνο και το χώρο όλα θα είναι διαφορετικά. Γιατί η κόλαση—αυτή η έννοια δεν είναι από μας, τί σημαίνει. Αλλά υπάρχει ένας κίνδυνος.

Παν Κσίστοφ, καθόλου δεν θέλω να χωρίσω μαζί σας, αλλά είπαμε ότι η διαδικασία πρέπει να έχει κάποιο τέλος, και τότε έχει νόημα. Στο τέλο θα ήθελα να σας ρωτήσω. Πολλοί πρόσφατα προσελκύθησαν από την σειρά «Ο Νέος Πάπας». Και οι γνώμοι διαιρέθηκαν πολύ. Μερικοί είδαν εκεί μία ανοιχτή ομιλία για την πίστη και ένα γάντζο για να προσελκύσει τους νέους, τους λαικούς στο θέμα χριστιανισμού. Μερικοί όμως είδαν απλώς μία ιστορία που δεν έχει σχέση με την θρησκεία. Σε καμία περίπτωση εδώ έχει μία πρόκληση. Δυστυχώς δεν έχουμε καιρό, και ίσως δεν  θέλω πολύ να σας ρωτήσω τι σκεφτείτε για αυτή τη ταινία, για΄τι εγώ προσωπικώς δεν ενδιαφέρομαι τόσο πολύ. Αλλά η ερώτηση μου είναι η εξής: τι νομίζετε, επιτρέπεται η πρόσκληση στις ταινίες που φτιάχνουμε για την Εκκλησία, για τον Χριστό, για το Ευαγγέλιο; Και θα ήθελα να σας παρακαλέσω να βάζετε μία έλεια στη πρόθεση: «Να προκαλείς δεν μπορέις να σιωπήσεις». Πού θα βάσετε την τέλεια; Μετά την λέξη να προκαλείς η μετά δεν μπορείς;

Ξέρετε, θα προσπάθησα να κάνω σαν ένας ποιητής.

Θα προσπαθήσετε να αποφίγετε

...απλώς να μήν βάσω καμία τέλεια. Η πρόκληση σχετίζεται με την αίσθηση τιμής και αγάπης για τον άλλο άνθρωπο. Άν η πρόκληση ταπεινώνει η προσβάλλει κάποιον, είναι κάτι αηδιαστικό, δεν είναι πρόκληση. Άν σχετίζεται με την λαική πλευρά της ζωής, βεβαίως μπορέι να είναι χρήσημη και ζωοποιεί ακόμα και τέτοιες σκληροτικές δομές. Αλλά είναι διάφορα πράγματα.

Δε θα βάσετε την τέλεια;

Όχι, ούτε μία τέλεια (γελάει)

Ήταν ο παν Κσίστοφ Ζανούσσι. Σας ευχαριστώ πολύ!

Ευχαριστώ.