Ο Λεγκοίδα: Μπορώ να σας παρακαλέσω να είπετε κάτι για τον εαυτόν σας, τι νομίζετε το πιό σημαντικό για σήμερα;
Ο Τορκουνόβ: Νομίζω τον εαυτόν μου ένα Ρώσο διανοούμενο. Όχι στη πρόχειρη λενινική κατανόηση της λέξης. Και όχι στη κατανόηση των Ίλφ και Πετρόβ, που έκτισαν την εικόνα του Βασισουάλιου Λοχάγκιν. Αλλά στη κλασσική κατανόηση. Είμαι αρκετά μορφωμένος. Είμαι ένας ενσύνειδος άνθρωπος, συμπαθητικός, θέλω να βοηθήσω τους ανθρώπους. Αλλά έχω και πολλά ελαττώματα όπως και καθένας διανοούμενος: είμαι ύποπτος, έχω ατέλειοτες αμφιβολίες για διάφορα ζήτηματα.
Όταν μία ομάδα καθηγητών ήρθε με την πρόταση να κτίσουμε μία εκκλησία στο ινστιτούτο διεθνών σχέσεων Μόσχας, σκέφτηκα: τέλικως έγινε!
Ήξερα ότι στο Ινστιτούτο μας υπάρχει αρκετά ισχυρή Ορθόδοξη κοινότητα. Πολλά έκανε ο Αλεξεί Σάλμιν, τον οποίον γνωρίζω από τα φοιτητικά μου χρόνια, και ο Αλεξεί Σεστοπάλ, που τον γνωρίζω επείσης από την νεότητά μου. Μία τέτοια ιδέα μού φάνηκε πολύ ελκυστική, γιατί είτε το θέλουμε είτε όχι, στα 90-α υπήρξε ένα πνευματικό κενό, και έπρεπε να το συμπληρώσουμε. Και όχι με «κάτι», αλλά με πνευματικότητα, με την πίστη. Και η ιδέα που θα μπορούσε να ενώσει όλους είναι ακριβώς η ιδέα να κτίσουμε την δική μας εκκλησία, που θα μπορούσαν να πηγαίνουν και οι καθηγητές, και οι φοιτητές, να ακούσουν τη δική τους ψαλμωδία, όπως συμβαίνει από καιρό σε καιρό στην εκκλησία μας Άγιος Αλέξανδρος ο Νέβσκι. Όταν καταφέραμε να διαπραγματευτούμε ένα κοινό στον Πατριάρχη, εγώ ήμουν με μεγάλη μου χαρά επικεφαλής αυτής της ομάδας, και πρέπει να πώ ότι βρήκαμε όχι μόνο κατανόηση, αλλά και υποστήριξη. Και αμέσως ένα διάταγμα υπογράφηκε.
Από την νεότητα μου πήγαινα στην εκκλησία.
Δεν μπορώ να πώ ότι ήμουν πολύ επίμονος και σταθερός ενοριακός, αλλά για μένα η εκκλησία πάντα ήταν ένα γνωστό χώρο. Όπου και να ήμουν, και στο εξωτερικό, αναγκαστικά πήγαινα στην ορθόδοξη εκκλησία. Γιαυτό για μένα αυτό ήταν μία συνέχεια της πίστης μου. Επιπλέον προχωρήσαμε από το γεγονός ότι κάποτε σ’ αυτό το τόπο η δίπλα ήδη υπήρχε μία εκκλησία. Και θέλαμε η εκκλησία του Αλεξάνδρου Νέβσκι να είναι σε κάποιο βαθμό διάδοχος αυτού του ναού ο οποίος υπήρχε εκεί πρίν από την επανάσταση και δυστυχώς καταστράφηκε, όπως και πολλοί άλλοι ναοί.
Όχι μόνο το ΜΓΙΜΟ, αλλά και άλλα πανεπιστήμια στα 90-α πέρασαν πολύ δύσκολά χρόνια.
Πράγματι δεν υπήρχε χρηματοδότηση. Επιπλέον, για τους νέους καθηγητές, και όχι μόνο νέους, εμφανίστηκαν νέοι ευκαιρίες να χρησιμοποιούν τις εκουσίες τους για σχετικά επαρχείς αποδοχές, που δεν μπορούσε να συγκρίνεται με αυτά που πληρώθηκαν στα πανεπιστήμια. Άρχισαν να φίγουν, ακόμη και οι καθηγητές ξένων γλωσσών, γιατί εμφανίστηκαν οι διεθνείς σχέσεις, χρειαζόταν μεταφράστεις. Βεβαίως ήταν ένας δύσκολος καιρός για ενοποίηση των καθηγητών.
Αλλά και οι φοιτητές βοήθησαν πολύ, γιατί ακόμα και σ’ αυτό το πιο δύσκολο περίοδο κρατήσαμε το υψηλότερο στη χώρα μας ανταγωνισμό και στο ινστιτούτο μας ήρθαν πολύ καλά παιδιά, 60-70 % απ’αυτούς με χρυσά μένταλλα. Ύστερα παρουσίασε το πρόγραμμα «οι έξυπνοι και οι έξυπνες». Ήταν λοιπόν ενδιαφέρον να δουλεύουμε, τα παιδιά είχαν κίνητρα, ενδιαφέρθηκαν. Βεβαίως τα χρόνια ήταν διαφορετικά. Αλλά γενικώς η θέληση των καθηγητών να σώσουν το Alma Mater τους—γιατί πολλοί ήταν επίσης απόφοιτοι του ΜΓΙΜΟ μας, και το γεγονός ότι είχαμε τόσο υπέροχες φοιτητές—όλα αυτά μας βοήθησε να λύσουμε πολλά προβλήματα.
Όπως και παντού, αναγκαστήκαμε να εισάγουμε την αμειβόμενη εκπαίδευση, να ανοίξουμε κάποια αμειβόμενα προγράμματα.
Αλλά αυτό ήταν ένα τελείως αναγκαστικό μέτρο, γιατί η κρατική χρηματοδότηση ήταν σχεδόν μηδέν, και το ινστιτούτο άρχισε εκ φύσεως να καταστρέφεται, τα πλακάκια έπεσαν στο κεφάλι των φοιτητών. Δόξα τω Θεώ, κανείς δεν έπασχε...
Μπορώ να ομολογήσω: τότε προτεινόμουν από τις αρχές και από το υπουργείο μας, και από διεθνείς διοργανώσεις—να φίγω να δουλέψω εκεί, να λάβω μία πολύ καλή θέση. Αλλά μετά από σοβαρή σκέψη αρνήθηκα, γιατί ντρεπόμουν μπροστά στους ανθρώπους. Τώρα δεν λυπάμαι βεβαίως. Αλλά τότε καμιά φορά μου ήρθαν σκέψεις: ίσως κάνω λάθος ότι δεν το έκανα. Θα ζούσα στο Παρίσι, θα είχα ένα καλό μισθό, για παράδειγμα στο UNESCO…
Αλλά δόξα τω Θεώ, το πανεπιστήμιο σήμετα ζεί, αυξάνεται, είναι στην λίστα των δέκα καλύτερων στη χώρα μας και από διεθνείς βαθμολογίες κρατεί τη 5η η 6τη θέση. Νομίζω λοιπόν ότι αυτό είναι ένα καλό άξιο αποτέλεσμα.
Μου φαίνεται ότι είναι η δική μας χαρακτηριστική, των Ρώσων διανοούμενων—να παραπονιέμαστε συνεχώς ότι εμείς είμαστε καλοί και οι μετά μας είναι χειρότεροι.
Στη γνώμη μου, αυτό δεν είναι αλήθεια. Από άποψη πως αντιλαμβάνουν το εξωτερικό κόσμο και το πανεπιστήμιο τους, οι σημερινοί φοιτητές καθόλου δεν αλλάζονται από μας. Επιπλέον, αυτοί τόσο καλά, υπέροχα διατυπώνουν τις σκέψεις τους, τόσο λαμπρά μιλούν! Έχουν βεβαίως διαφορετική εμφάνιση από τους παλαιούς φοιτητές. Αλλά έχουν το πυρίνα τους. Για μένα είναι ένας δείκτης πόσοι φοιτητές συμμετέχουν κάθε χρόνο στη λήψη αίματος για τα νοσοκομείο: μία ειδική ομάδα δεν προλαβαίνει να τους παραδεχτεί για μία μέρα. Και όταν συμβαίνουν ατυχήματα, βλέπω πως αντιδράν. Αναμφίβολα έχουν συμπάθεια και φιλία, αυτό διαδέχεται από γενειά σε γενειά... Είναι κανονική νεολαία!
Μου φαίνεται ότι με τα χρόνια αυξάνεται το ευερέθιστο μου
Παρ’ όλο που η υπομονή ίσως είναι περισσότερη, γιατί δεν αρκούν οι ψυχικές δυνάμεις, για να αντιδρώ αμέσως σε κάθε γεγονός, σε κάθε έργο, που΄όπως σε φαίνεται, γίνεται είτε αργά είτε όχι όπως το θέλεις. Αλλά δυστυχώς το ευερέθιστο σε συγκεκριμένες στιγμές, παρουσιάζει καμιά φορά. Πρέπει απλώς να ελέγχω τον εαυτόν μου καλύτερα. Και η υπομονή για τις δικές μου εσωτερικές εμπειρίες, για το πόνο... Ξέρετε, όπως λένε, άν μετά τα σαράντα σηκώνεσαι και τίποτα δεν σου πονάει, σημαίνει ότι είσαι νεκρός. Γιαυτό εδώ μου φαίνεται, αυξάνει η αντίδραση για κάποιες εξωτερικές όπως και εσωτερικές παράγοντες, που πρίν θα προκαλούσαν ανυπομονή: να υγιαίνεις ταχύτερα, να τα κάνεις ταχύτερα, να λύσεις αυτό η άλλο πρόβλημα, αμέσως, μόνο σήμερα! Παρ’ όλο που και σήμερα θα ήθελα, βεβαίως.
Όσο πιο κοντά τα ιστορικά γεγονότα για τους ανθρώπους που ζούν σήμερα, τόσο πιο οδυνηρή είναι η μία η άλλη ερμενεία τους.
Ιδιαίτερα όταν βλέπουν τις παραμορφώσεις. Καμιά φορά δεν είναι παρομορφώσεις, αλλά απλώς καθιερωμένες αντιλήψεις για ορισμένα γεγονότα, που αυτοί δεν θέλουν να τα αλλάζουν. Εν τω μεταξύ, δεν είναι εκατόν στο εκατόν αληθεινές. Για παράδειγμα, μήλησα πάρα πολύ για το πόλεμο με τον πατέρα μου και με την μητέρα μου. Αυτοί αγαπούσαν πάρα πολύ τις μεταπολεμικές ταινίες, εξάλλου τις λυρικές ταινίες για το πόλεμο. Δεν ήθελαν να βλέπουν μάχες—όλα αυτά τα έχουν ζήσει, και προφανώς ήταν δύσκολο για αυτούς, ιδιαίτερα για τον πατέρα μου, αυτός ήταν δεξαμενόπλοιος. Και την λυρική, που ήταν η νεότητα τους, αυτό το έβλεπαν...
Υπάρχουν γεγονότα πιο απομακρυμένα, όπου πάντα θα έχει μυθιστόρημα. Φανταστείτε τα μυθιστορήματα του Dumas, που γράφει για τον Richelieu. Ο Richelieu είναι ένας μέγας πολιτικός, ο οποίος πράγματι έκανε αυτή τη Γαλλία, και ο Dumas τον παρουσιάζει τελείως σκληρό και αηδιαστικό. Αλλά υπάρχουν θέματα που είναι πολύ οδυνηρά για την εθινική αυτοσυνείδηση.
Το γεγονός είναι ότι κάθε μία ιστορία σε μεγάλο βαθμό μορφώνεται από μύθους—όχι μόνο στη Ρωσία, που έχει πολύ λίγες γραπτές πηγές συγκρίνοντας με την Ευρώπη. Ο μύθος είναι ένα μέρος της μνήμης του λαού. Και εδώ μου φαίνεται ότι ένας συγγραφέας πρέπει να προσέχει πάρα πολύ. Γιατί υπάρχουν τέτοια σημεία αναφοράς στην ιστορία μας, οι οποίοι ζητούν πολύ μεγάλη προσοχή. Σε διαφορετική περίπτωση το χτύπημα θα δωθεί όχι σε ορισμένες κατηγορίες ιστορικών, αλλά γενικά στη εθνική αυτοσυνείδηση. Καί τότε καθόλου δεν μπορεί να θεωρείται συγγραφέας.
Είναι καλά όταν το «κατά το νόμο» και το «κατά την συνείδηση» συμπίπτουν, αλλά όχι πάντα είναι έτσι.
Για παράδειγμα, όταν στη Ρωσία εισήχθη η κριτική επιτροπή, έκρισαν συχνά κατά την συνείδηση. Και συχνά φάνηκε ότι διακιολόγησαν τους τρομοκράτες. Και τους ώθησαν και τους συντρόφους τους σε νέες τρομοκρατικές δράσεις. Αυτό είχε καταστροφικές συνέπειες για τη Ρωσία. Η Μαρία Σπυριδόνοβα, η οποία πέρασε πολλά χρόνια σε φυλακή στα τσαρικά χρόνια, ήταν αρχηγός των αριστερών έσέρων (σοτσιαλίστων επαναστάτων). Στο σύντομο περίοδο της κοινής κυβέρνησης με τους μπολσεβίκους τους ωνείδισε ότι άφησαν τη μεγάλη οικογένεια του Τσάρου να διασπαράττουν—ένας στον Κριμέα, άλλοι στα Ουράλια,--και ζήτησε τα σκληρότηρα μέτρα ενάντιον τους. Αυτοί πήραν τα μέτρα, και η τσαρική οικογένεια βαρβαρικώς πυροβολήθηκε. Αλλά και η ίδια η Μαρία Σπυριδόνοβα σύντομα ήταν φυλακισμένη, πέρασε εκεί 20 χρόνια και πυροβολήθηκε το 1941. Το λέω γιατί άν ένας άνθρωπος και έχει σοβαρές μνησικακίες, δεν πρέπει να ζεί με το κακό.
Βεβαίως η γνώση που έχει ό καθηγητής, άν διδάσκει με καλή πίστη, αποκτάται από τον φοιτητή. Αλλά και το συναισθηματικό κύμα επίσης είναι πολύ σημαντικό.
Ιδιαίτερα στα προσωπικά μαθήματα. Σ’ένα μάθημα γλώσσας, άν και η ομάδα είναι μικρή, δημιουργείται μία ατμόσφαιρα τάσης για μερικά παιδιά, και το υποφέρουν πολύ δύσκολα. Θυμάμαι ένα συμφοιτητή μου, που σπούδασε μία ανατολική γλώσσα, και είχε κάποια τέλεια αμοιβαία ανταπόρρηση με τον καθηγητή Αγγλικών. Στο τέλος απόκτησε στομαχικό έλκο. Για μένα αυτό το περιστατικό ήταν πολύ διδακτικό.
Καμιά φορα και οι ίδιοι οι φοιτητές φταίουν: επιτρέπουν στους εαυτούς τους να είναι αγενείς και ακόμη και άσεμνες εκφράσεις. Πρόσφατα εκδιώξαμε δύο που στο διάδρομο δημόσια το επέτρεψαν στο εαυτό τους. Εν τω μεταξύ ήταν νικητές πανρώσικων ολυμπιάδων και εγγράφθηκαν χωρίς εξετάσεις.
Αλλά άν ένας άνθρωπος δεν αγαπάει τα παιδιά, καλύτερα να μήν γίνει καθηγητής, αλλά να κάνει κάτι άλλο. Είχαμε ένα καθηγητή ο οποίος τέθηκε σε αναστολή από τη δουλειά, παρ’όλο που ήταν υπέροχος ερευνητής. Ακριβώς γιατί δεν μπορούσε να δουλεύει με τα παιδιά.
Ο Λεγοίδα: Αναγκαστήκατε να διώξετε παιδιά των φίλων σας;
Ο Τορκουνόβ: Ναί. Όταν δεν είχαμε άλλο έξωδο.
Ο Λεγοίδα: Και οι φίλοι σας συγχώρησαν;
Ο Τορκουνόβ: Τους αποκατέστησα αργότερα. Και μερικοί ύστερα αποφοίτησαν με τιμές.
Αντί επίλογο.
Ο Λεγοίδα: Τί σκεφτείτε για την ιδέα να αρνηθούμε την ενοποιημένη εξέταση κράτους και να γυρίσουμε τις εισαγωγικές εξετάσεις; Που θα βάσετε τη τέλεια στη φράση: «Να τις γυρίσουμε δεν μπορεί να παραλειφθεί».
Ο Τορκουνόβ: «Να τις γυρίσουμε. Δεν μπορεί να παραλειφθεί». Μου φαίνεται ότι πρέπει να γυρίσουμε στα πανεπιστήμια το δίκαιο να κάνουν εξέταση στο θέμα προφίλ. Βεβαίως θα τη έκανα όσο πιο δυνατόν πιο διαφανή, πιο ανοιχτή—ίσως όπως και τη ενοποιημένη εξέταση, να διεξαγάγεται κάτω από την κάμερα, για να μήν υπάρχουν αμφιβολίες αργότερα.