Νικήτα Μιχαλκόβ: «Φοβάμαι να φτιάχνω ταινίες μετά τον Ντοστογιέφσκι»
Βλαντιμίρ Λεγκούντα
Διαβάστε περισσότερα

«Δεν ενδιαφέρομαι για ένα άνθρωπο χωρίς πίστη»


Είχα μία τέτοια ιστορία. ΄Εδωσα μία συνέντευξη, μου φαίνεται, ήταν στη Βόλογδα, σε μία συνέντευξη τύπου. Απέναντι μου ήταν ένας άνθρωπος, και οτιδήποτε έχω πεί τα έγραψε όλα με τέτοιο πρόσωπο σαν όλα που είπα είναι αηδιαστικά για αυτόν. Σε μία απάντηση μνημόνευσα την φράση του Βασίλειου Ρόζανοβ που μου αρέσει πολύ: «Καθόλου δεν ενδιαφέρομαι για ένα άνθρωπο χωρίς πίστη». Μετά την συνέντευξη είχε συμπόσιο, όλοι ήρθαν, και αυτός άνθρωπος επίσης. Και με προσέγγισε με ένα ερώτημα: «Κοιτάξτε, εγώ δεν καπνίζω, δεν πίνω, δεν λέω ψέματα, δεν ψευδομαρτυρώ, δεν έχω σκοτώσει κανένα, δεν εξαπάτησα την γυναίκα μου», και λοιπά, μου είπε για τον εαυτόν του σαν για ένα πολύ ενάρετο άνθρωπο. –Αλλά δεν πιστεύω. Μήπως δεν ενδιαφέρεστε για μένα;» Του απάντησα χωρίς την παραμικρή παύση: «Καθόλου δεν ενδιαφέρομαι». «Γιατί;» Του απάντησα: «Καταλαβαίνετε, άν θα ταξιδέψαμε μαζί σ’ένα τραίνο, δε θα είχαμε για τι να μιλήσουμε! Δεν καταλαβαίνετε τί είναι η ζωή. Γιατί έχετε αναβάσει όλη τη αρετή σας σε αξία. Δεν πρέπει εσείς να μιλήσετε για αυτό, αλλά οι άλλοι: οι φίλοι σας, οι κοντοί σας πρέπει να μαρτυρήσουν ποιός είστε. Εσείς απλώς θαυμάζετε τον εαυτόν σας, πόσο καλός είστε. Δεν ενδιαφέρομαι σ’αυτό».


«Είστε μέλος της κεντρικής επιτροπής του Κομμουνιστικού κόμματος και ένας παπάς έρχεται στο σπίτι σας».


Είμασταν στην εκκλησία από την παιδική μας ηλικία. Κανονικά ήρθε ένας ιερεύς στο σπίτι μας, στην μητέρα μου. Ο πατέρας μου ήταν ένας πολύ λεπτός άνθρωπος, ποτέ δεν αντίδρασε την μάνα μου, αλλά έφυγε από το σπίτι σε τέτοιες στιγμές. Όταν τον ρώτησαν στη Κεντρική επιτροπή: «Εσείς είστε μέλος της Κεντρικής επιτροπής, και είναι τέτοια ντροπή ένας παπάς έρχεται στο σπίτι σας». Ο Μπαμπάς μου απάντησε με το χιούμορ του: «Ακούστε, η γυναίκα μου είναι 10 χρόνια μεγαλύτερη από μένα. Όταν πέθανε ο Λένιν, ήταν ήδη 14 χρονών. Πώς μπορώ να την παιδεύσω;». Βεβαίως δεν είχαν τί να απαντήσουν, εκτός από το «Καλά».


«Μήν ρώτησε τον Θεό: «Για τί;»


Ο Ιούζ Αλεσκόβσκι είπε κάποτε: «Η ελευθερία είναι μία τέλεια εμπιστοσύνη για τον Θεό. Δεν είναι πίστη, αλλά εμπιστοσύνη. «Στα χέρια Σου, Κύριε Θέε μου, παραδίνω το πνεύμα μου»--αυτό είναι ο μεγαλύτερος βαθμός της ελευθερίας.

Η πίστη και η εμπιστοσύνη—είναι διαφορετικά πράγματα;

Ναί, είναι διαφορετικά πράγματα. Η εμπιστοσύνη είναι όταν πάντα λές στον Κύριο: «Να γίνεται η θέληση Σου»--αυτό καταπληκτικώς συνδέεται με τη μεγάλη λέξη ελπίδα. Λές στον Θεό: «Πάρε με, είμαι ολόκληρος δικός Σου». Θυμηθείτε την υπέροχη προσευχή για κάθε μέρα του αγίου Φιλάρετου της Μόσχας: «Κύριε! Δεν ξέρω τί να αιτήσω από Σένα. Εσύ ο μόνος ξέρεις τί χρειάζομαι. Μ’αγαπάς περισσότερα από ότι εγώ μπορώ να Σε αγαπώ. Πάτερ! Δός στον δούλο Σου αυτό που δεν τολμώ να αιτήσω. Δεν τολμώ να αιτήσω ούτε ένα σταυρό, ούτε παράκληση: μόνο στέκομαι μπροστά Σου. Η καρδία μου είναι ανοιχτή: Εσύ βλέπεις τις ανάγκες που εγώ δεν τις ξέρω. Βλέπε και κάνε με το έλεος Σου». Αυτά είναι.

Αλλά είναι δύσκολο, να εμπιστεύεσαι έτσι. Καμιά φορά σας έρχονται τέτοια πράγματα... Πώς να το πάρεις; Είχατε κάποτε μία τέτοια αντίδραση: «έτσι, εμπίστευσα, και Εσυ;...»

Ποτέ! Θέε μου! Η μάνα πάντα μας δίδαξε: ποτέ να μήν ρωτήσετε τον Θεό «Για ποιό λόγο το έκανες;», ερώτα: «Για τί;»Ακόμα και στις πιο δύσκολες στιγμές των επαφών με τον αδελφό μου, όταν ήθελαν να μαλώσουμε, όταν αυτός μηλούσε για μένα πολύ σκληρά και καμιά φορά άδικα πράγματα, και με προκαλούσαν να απαντήσω, είπα: «Μπορεί να κάνει λάθος. Και όταν το λέω, ξέρω ότι ο αδελφός μου θέλει το καλό για μένα. Ο Θεός τον ξέρει, ίσως έχει δίκαιο, ίσως είναι έτσι».


«Τα αυτόγραφα είναι μία υπακοή»


Κάποτε είπατε ότι άν οι άνθρωποι έρχονται σε σας να πάρουν ένα αυτόγραφο, θα στέκετε και θα υπογράψετε για κάθε ένα άνθρωπο μέχρι το τελευταίο...

Ναί, γιατί είναι επίσης μία υπακοή. Μία υπακοή που εκτελεί ένας άνθρωπος ο οποίος έχει γίνει γνωστός. Παραφρονώ αυτούς που δουλεύουν όλη τη ζωή τους για νά γίνονται περίφημοι, και μετά κάνει ένα πρόσωπο όταν οι άνθρωποι τον προεγγίζουν στο δρόμο και αιτούν ένα αυτόγραφο: «Αχ, πάλι με γνώρισαν». Γιατί άν σε γνώρισα, είμαι πεποισμένος ότι και εσύ με γνωρίζεις. Και ότι είσαι ένα εγγενές άτομο για μένα. Άν ένας ηθοποιός σταματάει τους ανθρώπους που έρχονται σ’αυτόν, δεν είναι σωστώς. Γιατί, πρώτως, διαστρέφει αυτά που έκανε ο ίδιος. Δεύτερο, εξευτελίζει τον άνθρωπο ο οποίος ποτέ δε θα κατορθώσει την φήμη του και τις δυνατότητες του.


Για την δίκαια κριτική


Εσείς λέτε ότι αρκετά εύκολα αντιμετωπίζετε την κριτική για σας, «ακόμα και την άδικη». Μου φαίνεται ότι είναι πιο εύκολα να ατιμετωπίζεις την άδικη κριτική. Και άν η κριτική είναι δίκαια, την αντιμετωπίζετε εύκολα;

Είναι θεμελιωδώς σημαντικό να ορίζεις για τον εαυτόν σου για ποιό λόγο η κριτική έχει εκφραστεί. Άν βλέπω στην δίκαια κριτική του άνθρωπου όχι τόσο μία θέληση να με πιάσει, ταπεινώσει η προσβάλλει, αλλά την θέληση είτε να μου βοηθήσει, είτε να μου αποδεικνύσει ότι δεν έχω δίκαιο, είτε να το δηλώσει, δηλαδή δεν έχει τίποτα στη κριτική του, είναι μία προσωπική αυτοδιαβεβαίωση για βάρος κάποιου άλλου, --τότε το αντιμετωπίζω ευχάριστως. Γιαυτό είναι πολύ σημαντικό να περιορίζεις γιατί το έχουν πεί, γιατί συνέβη, που έχεις κάνει λάθος, που δεν έχεις δίκαιο.

Ας πούμε στη ταινία «Κουρασμένοι από το ήλιο-2» για μένα είναι πολύ σημαντική η σκηνή με το καημένο δεξαμενόπλοιο. Και αισθάνθηκα μία τέλεια φρίκη όταν κάποιος από τους κριτηκούς μου είπε: «Ένας δεξαμενόπλοιος δεν μπορεί να κάιει έτσι—το πρόσωπο του κάηκε και το ρούχο του όχι». Και το σκέφτομαι: πώς μπορούσα να το παραλείπω; Ούτε και το πρόσεξα! Και ξαφνικά κατάλαβα ότι τέτοια λάθη χτυπούν τον προσεκτικό θεατή, και δεν εμπιστεύεται πιά. Ήταν πρώτ’ απ’ όλα το δικό μου λάθος, αλλά και όλου του τμήματος.

Υπάρχουν και πιο σοβαρά πράγματα. Ας πούμε, σε κατηγορούν ότι έχεις φτιάξει μία ταινία για κάποιους συγκεκριμμένους λόγους. Όταν σε κατηγορούν από όλες τις πλευρές: το έχεις κάνει για την συγκυρία, για χρήματα, για την δόξα. Αλλά  το καταλαβαίνω σωστώς ότι συνήθως το λένε οι άνθρωποι που στη θέση μου θα έφτιαξαν μία ταινία ακριβώς για αυτούς τους λόγους. Δηλαδή οι οποίοι βλέπουν σε μένα τους εαυτούς τους.


Η δύσκολη λέξη «Ζητώ συγνώμι»


Νικήτα Σεργέγεβιτς, είχατε στιγμές όταν καταλάβατε ότι έπρεπε να ζητείτε συγνώμι από κάποιον, και δεν μπορούσατε;

Είχα στιγμές όταν κατάλαβα ότι έπρεπε να ζητήσω συγνώμι και δεν μπορούσα—και έπειθα τον εαυτόν μου ότι δεν πρέπει να ζητήσω συγνώμι. Και μέχρι τώρα δεν ξέρω άν είναι έτσι η δεν είναι.


Τα παιδιά και η τιμωρία


Έχω τιμωρέσει τα παιδιά μου πολύ. Μία φορά είπαν: «Θέλουμε μία χελώνα». –«Θα την φροντίσετε;»-- «Ναί, βεβαίως!» Καλά, μία χελώνα. Τρείς μέρες έπαιζαν μ’αυτή. Τη τέταρτη μέρα ήρθα στο εξωχικό μας σπίτι στις τρείς το πρωί: το κουτί με τη χελώνα είναι κουφό. Τούς σηκώνω, νηστασμένους, και λέω: που είναι η χελώνα; Απαντάνε κάτι δυσκατανόητο. Τους λέω: «Να την ψάχνετε». Μέχρι τις 6 το πρωί έψαξαν με φανάρια την χελώνα. Την έφεραν, όλα βρόμικα, λεκιασμένα, και την έβασαν στο κουτί. Τους λέω: «Ίσως να την δώσουμε εκεί που χρειάζεται περισσότερα, που θα την φροντίσουν; Στη γωνιά κατοικίδιων, δεν είναι;»--«Ναί». Τέτοιες στιγμές είναι θεμελιώδες, είναι για όλη τη ζωή τους, γιατί είναι μία ευθύνη για ένα ζωο. Βεβαίως, δεν έχει τίποτα πιο φοβερό από μία άδικη τιμωρία. 

Θυμάμαι πως με εκπαίδευσαν. Το φοβερότερο είναι άν η τιμωρία είναι άδικη. Θυμάμαι ότι η μάνα μου πολύ άδικα προσβολούσε τον μικρό Τιόμα, τον υιό μου. Ποτέ δε τολμούσα να πώ κάτι στη μητέρα μου, ήταν απαγορευμένο. Και για πρώτη φορά στη ζωή μου είπα: «Μαμά, αυτό είναι άδικο, δεν είναι σωστό». Και η μάνα μου βρήκε τρόπο, ένα πολύ δύσκολο τρόπο, για να αποκαταστήσει τις σχέσεις της με τον Τιόμα.


«Φοβάμαι να φτιάξω μία ταινία από τον Ντοστογιέβσκι»


«Φοβάμαι να φτιάξω ταινία πό τον Ντοστογιέβσκι. Φοβάμαι να πολλαπλησιάσω την ιδισυγκρασία μου με την ιδισυγκρασία του συγγραφέα. Φοβάμαι να είναι υπερβολικό. Αυτός τόσο φωτογραφικά και συναισθητικά  διορθώνει όλα τα φοβερότερα στον άνθρωπο, ότι για μένα να φτιάξω μία ταινία είναι... Δεν συγκρίνω τον εαυτόν μου με τον συγγραφέα, δεν λέω για το μέγεθος του Ντοστογιέβσκι. Μιλάω απλώς για την δική μου συναίσθηση.

Μου φαίνεται ότι αυτά που έκανε φθάνει. Δεν μπορέις να το προσεγγίζεις πια. Γιατί μόλις οι ήρωες του λάβουν μακιγιάζ, ένα πρόσωπο.. Δεν θέλω να κατηγορήσω κανένα, υπάρχουν υπέροχες ταινίες από τον Ντοστογιέβσκι, αλλά αυτή η υλοποίηση με μπερδεύει.

Ο Τσέχοβ, ο Μπούνιν—αυτοί είναι για μένα, ο Ντοστογιέβσκι είναι επάνω αυτούς, γιατί δεν είναι ένας συγγραφέας, δεν είναι ένας καλλιτέχνης, είναι ένας απίστευτος φιλόσοφος, ο οποίος όλο το καιρό είναι στα νεφέλη των παθών του, της μετάνοιας του, της θεωρίας του κόσμου. Και φοβάμαι να τον προσεγγίζω».