'Οχέση της Εκκλησία με τα κοσμικά ΜΜΕ
Διαβάστε περισσότερα

Δεν είναι μυστικό ότι για ένα ευρύ ακροατήριο η  εκκλη-σιαστική άποψη, που ακούγεται από τα χείλη ενός  γνωστού και με επιρροή κοσμικού δημοσιογράφου, θα έχει πολύ μεγα-λύτερο ενδιαφέρον, από το να διατυπωθεί,  η ίδια αυτή θέση, από τον επίσημο εκπρόσωπο της Εκκλησίας «λόγω υπηρεσι-ακού καθήκοντος».


Εφόσον μεταξύ των καλών δημοσιογράφων, θα βρεθούν πολλοί που συμπαθούν και συμπάσχουν με την Εκκλησία μας, τι μας εμποδίζει να συνεργαστούμε μαζί τους, να γίνουμε οι αφανείς βοηθοί τους και καλοί σύμβουλοι στον σχετικά άγνω-στο για αυτούς εκκλησιαστικό κόσμο;


Αλλά για να συμβεί αυτό, πρέπει να μάθουμε να συνερ-γαζόμαστε με σεβασμό, μεθοδικότητα και στόχευση με τους κοσμικούς συναδέλφους μας, να κατανοούμε τις ιδιαιτερότητες του επαγγελματικού τους ενδιαφέροντος, να μην τους φοβίζουμε ή τους απωθούμε από κοντά μας και εντέλει να μάθουμε να μιλάμε μαζί τους τη δική τους γλώσσα. Πρόκειται φυσικά για εργασία και εργασία  μεγάλη και σχολαστική, από την οποία δεν πρέπει να περιμένουμε σύντομα και σπουδαία ανταπόδωση. Όσοι από εμάς, μπορέ-σουν να εργαστούν σε αυτό το ειδικό και απαιτητικό περι-βάλλον της δημοσιογραφικής επικοινωνίας, θα απαιτηθεί και η δέουσα αυταπάρνηση και ιεραποστολικά, κατηχητικά και ποιμαντικά ταλέντα, και διαφάνεια, και απλώς άξια σεβασμού υψηλές προσωπικές και επαγγελματικές ικανότητες.


Εισήγηση σε Επισκοπική Σύναξη στη Μόσχα, 22 Δεκεμβρίου 2010


Είναι σημαντικό να θυμόμαστε ότι στο πρόσωπο κάθε ιερέα κρίνεται όλη η Εκκλησία, ενώ «χάρη» στα ΜΜΕ, κάθε δυσάρεστο περιστατικό βρίσκει ευρεία απήχηση. Επίσης είναι σπουδαίο να μην μας διαφεύγει ότι υπάρχουν ερωτή-ματα ποιμαντικά και ερωτήματα, που αφορούν στις σχέσεις της Εκκλησίας με την κοινωνία και της Εκκλησίας με το κρά-τος. Εκ μέρους της καθ’ όλον Εκκλησίας μπορούν να ομι-λούν μόνο ειδικά εξουσιοδοτημένα πρόσωπα. Αυτό είναι απαραίτητο να το θυμόμαστε εμείς οι ίδιοι και να προσπα-θούμε να το υπενθυμίζουμε σε όλους, συμπεριλαμβανομένων και των δημοσιογράφων. Η γνώμη ακόμη και ενός γνωστού ιερέα ή κοσμικού-ακτιβιστή δεν πρέπει να παρουσιάζεται ως γενική θέση της Εκκλησίας.


Φυσικά και δεν πρέπει να αρνούμαστε εντελώς την επικοινωνία με τους δημοσιογράφους. Επιπλέον, το συγκε-κριμένο πρόβλημα εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από την ερμηνεία από τον δημοσιογράφο του σχολίου, που έχει λάβει. Παρ’ όλ’ αυτά δεν θα ήταν περιττό σε ορισμένες περιπτώσεις να συμβουλευτείτε πρώτα τις εξειδικευμένες συνοδικές υπηρεσίες ή να προωθήσετε το ερώτημα στους εκπροσώπους αυτών των υπηρεσιών. 


Εισήγηση σε Επισκοπική Σύναξη στη Μόσχα, Δεκεμβρίου 2009


Σήμερα ιερείς μας παράγουν προσωπικές εκπομπές σε ραδιοφωνικούς σταθμούς με επιρροή, τακτικά εμφα-νίζονται ως σχολιαστές και παρουσιάζουν γνώμες εμπει-ρογνωμόνων σε τηλεοπτικές εκπομπές, σε έντυπα ΜΜΕ και σε ειδησεογραφικά αφιερώματα των πρακτορείων ειδήσεων.


Αυτή η κατάσταση είναι εντελώς διαφορετική από εκείνη την κατάσταση πραγμάτων, που επικρατούσε στα ΜΜΕ της πατρίδας μας πριν 10—15 χρόνια κιόλας. Ταυτοχρόνως ο ποιμαντικός λόγος των αδελφών μας κάθε άλλο παρά ηχεί πάντοτε για τον κοσμικό θεατή, ακροατή, αναγνώστη ως πει-στικός και με βαρύτητα. 


Μερικές φορές η εσωστρέφειά μας και η ανεπαρκής πει-στικότητα εξηγούνται από το σύνδρομο του τυχαίου προ-σκεκλημένου, το οποίο δεν έχει εξαλειφθεί από τις παρελ-θούσες εποχές, όταν οι εκπρόσωποι της Εκκλησίας ήταν αναγκασμένοι να αισθάνονται ευγνωμοσύνη προς τις συντα-κτικές ομάδες ήδη μόνο για το γεγονός ότι προσκλήθηκαν σε μια συζήτηση. Αλλά οι καιροί άλλαξαν και ορισμένοι από εμάς δεν κατάφεραν να αλλάξουν.


Σε άλλες περιπτώσεις οι ιερείς μας, ακόμη και μεμο-νωμένοι επίσκοποι, αποδεικνύεται ότι δεν έχουν την ικανότητα να ξεπεράσουν στο λόγο τους το σύνηθες για αυτούς και ήδη καλά γνωστό στο ακροατήριο σύνολο  ηθικών αφορισμών, οι οποίοι αντιμετωπίζονται από τους ακροατές και τους αναγνώστες ως προβλέψιμες ευσεβείς κοινοτοπίες. Τέτοιες φράσεις δεν μπορούν να αγγίξουν το μυαλό και την καρδιά, να γοητεύσουν τον σύγχρονο άνθρωπο.


Δεν είναι μυστικό, ότι ακόμη και τώρα, τα κοσμικά ΜΜΕ δεν βιάζονται να ενημερώσουν ειλικρινά και λεπτο-μερώς τους θεατές, αναγνώστες και ακροατές τους για τις σημαντικότερες πρωτοβουλίες της Εκκλησίας, εκτός εάν βρίσκουν σε αυτές στοιχεία εντυπωσιασμού.


Για παράδειγμα, κάποτε ο ρωσικός Τύπος αγνόησε πρακτικά περίπου δέκα δηλώσεις της Ιεράς  Συνόδου, σχε-τικά με τη δραματική κατάσταση στην Τσετσενία.  Φωνὴ βοῶντος ἐν τῇ ἐρήμῳ (Ισ. 40, 3) απέμεινε και η διατυπωμένη σε αρκετά σκληρό τόνο έκκληση της Εκκλησίας προς τις κοσμικές Αρχές, λόγω των εκτεταμένων καθυστερήσεων μισθών. Το ίδιο ίσχυσε και με την κάλυψη των θέσεων του Διαθρησκειακού Συμβουλίου της Ρωσίας σχετικά με τα πλέον οξυμμένα και οδυνηρά προβλήματα, που αντιμετω-πίζει η πολυεθνική μας κοινωνία.


Ορισμένοι αδελφοί μας, προσπαθώντας να διασφα-λίσουν ότι κάθε γνώμη που εκφράζουν θα μπει οπωσδή-ποτε στη ροή των ειδησεογραφικών πρακτορείων και θα προκαλέσει πλήθος σχολίων στο Διαδίκτυο και στο ραδι-όφωνο, αρχίζουν να περιτυλίγουν τις δηλώσεις και τις πρωτοβουλίες τους με εκκεντρικό και προκλητικό τρόπο. Το αναμενόμενο αποτέλεσμα φυσικά επιτυγχάνε-ται, αλλά συγχρόνως, ηχούν αρνητικά κοσμητικά επίθετα και εναντίον της Εκκλησίας μας, ενώ οι επικριτές και οι κακοθελητές μας αποκτούν άφθονη τροφή για τις επόμε-νες επιθέσεις, ειρωνεία και σαρκασμό. Ως αποτέλεσμα, στη συνείδηση της κοινωνίας σχηματίζεται μια παρα-μορφωμένη και μερικές φορές απωθητική εικόνα της Ορθοδοξίας. 


Πολλοί γνωρίζουν καλά ότι υπάρχουν περιπτώσεις, όπου, παραβιάζοντας ζωντανά στον αέρα όσα είχαν προ-ηγουμένως συμφωνηθεί με τους εκπροσώπους της Εκκλη-σίας, οι δημοσιογράφοι εσκεμμένα φέρνουν τους κληρικούς σε δύσκολη θέση.


Δημιουργείται συχνά η εντύπωση ότι οι αδελφοί μας εμφανίζονται στις συζητήσεις και τις τηλεμαχίες ανεπαρκώς προετοιμασμένοι. Όμως συχνά χρειάζεται να συνομιλήσουν με πολύ έμπειρους ανθρώπους, οι οποίοι στρέφουν επιδέξια την ανετοιμότητά μας εναντίον της Εκκλησίας του Θεού.


Φυσικά, δεν πρέπει να αρνηθούμε εντελώς τις επαφές με τον Τύπο, αυτός ο δρόμος οδηγεί την Εκκλησία στην αυτοαπομόνωση και τη συνθηκολόγηση. Και επίσης στην εθελοντική άρνηση της αποστολής μας, διότι ἐὰν γὰρ εὐαγ-γελίζωμαι, οὐκ ἔστι μοι καύχημα· ἀνάγκη γάρ μοι ἐπίκειται· οὐαὶ δὲ μοί ἐστιν ἐὰν μὴ εὐαγγελίζωμαι (1 Κορ. 9, 16). 


Εισήγηση σε Επισκοπική Σύναξη στη Μόσχα, 23 Δεκεμβρίου 2011


Η πνευματική κατάσταση της κοινωνίας γεννά πρώτα απ΄ όλα στους ποιμένες, ανησυχία, ακόμη και θλίψη. Αν για πολλούς κοσμικούς παρατηρητές οι διεργασίες, που εξελίσσονται σήμερα, είναι αποτέλεσμα της ανάπτυξης του σύγχρονου πολιτισμού, συμπεριλαμβανομένου του Διαδι-κτύου και της κουλτούρας των νέων, τότε η Εκκλησία, η οποία έχει λάβει τη διαδοχή από τους ιερούς Αποστόλους, αξιολογεί τη ζωή με διαφορετικό κριτήριο. Αυτό βοηθά την Εκκλησία να διατηρήσει την οξύτητα της πνευματικής όρασης, αψηφώντας τον πειρασμό να δεχτεί 


την επινόηση ως αλήθεια. Εάν κάποια στιγμή η Εκκλησία  παρασυρθεί από αυταπάτες, δεν θα είναι πλέον Εκκλη-σία. Όταν ο Κύριος λέει, πύλαι ᾅδου οὐ κατισχύσουσιν αὐτῆς (Μτθ. 16, 18), επισημαίνει ότι μέχρι το τέλος του αιώνα, μέχρι την τελευταία στιγμή, όταν άγγελος Κυρίου σαλπίσει γάρ, καὶ οἱ νεκροὶ ἐγερθήσονται ἄφθαρτοι, καὶ ἡμεῖς ἀλλαγη-σόμεθα, σύμφωνα με τον λόγο του Αποστόλου Παύλου (1 Κορ. 15:52), η Εκκλησία θα διατηρήσει την ικανότητα για διακρίσεις πνευμάτων, που της χάρισε ο ίδιος ο Κύριος (1 Ιν. 4, 1).


Οι επιφανειακοί άνθρωποι, μεταξύ των οποίων, δυστυχώς, συγκαταλέγονται και ορισμένοι κληρικοί, για να αποτιμήσουν τα τεκταινόμενα χρησιμοποιούν προσεγγίσεις που υπάρχουν στα ΜΜΕ και στο Διαδί-κτυο, τείνουν σε ανώριμες  και συχνότερα ψευδείς κρί-σεις, βασίζοντάς τις όχι στην πνευματική εμπειρία, την εμπειρία της προσευχής, στην ταπεινότητα και τη σταυ-ροφορία, αλλά σε παροδικές διαθέσεις της εποχής, ορι-σμένες προτιμήσεις της κοινής γνώμης. Μη δώσει ο Θεός εμείς, οι άνθρωποι της Εκκλησίας, να μπούμε σε πειρασμό  από τις απόψεις, που κυκλοφορούν σχετικά με εμάς σε ιστολόγια ή ακόμα και στα ΜΜΕ. Αν το κάνουμε μία φορά, θα πέσουμε σε παγίδα και θα αρχίσουμε να κάνουμε τα πάντα για να διατηρήσουμε την τρέχουσα δημοτικότητα. Και πόσο εύκολο είναι να περάσουμε την κόκκινη γραμμή και να ξεχάσουμε την ποιμαντική μας ευθύνη!


Έχουμε καθήκον να μην προδώσουμε ποτέ ούτε τον Χρι-στό, ούτε το έργο που μας έχει αναθέσει. Επομένως, η κατευ-θυντήρια αρχή για εμάς δεν είναι η κοινή γνώμη, ούτε οι θετικές ή αρνητικές κριτικές για εμάς, ούτε ο αριθμός των «μου αρέσει» στις αναρτήσεις στο Διαδίκτυο, αλλά αυτό που ο Θεός μας αποκαλύπτει στην προσευχή και στην πνευματική εμπειρία.


Ό,τι κάνουμε στο δημόσιο χώρο, όπως και σε οποιονδήποτε άλλο χώρο, πρέπει να βασίζεται στην προσευχή και στη σύγκριση με την εμπειρία των Αγίων Πατέρων, των ασκητών, των προσευχητών, με την αμε-τάβλητη και συγχρόνως αιώνια νεανική κληρονομιά της Εκκλησίας.


Και η σημερινή μας απάντηση στους ιερόσυλους, τους συκοφάντες και τους ψεύτες, δεν είναι εκείνη η απάντηση που ακούγεται δριμεία στο Διαδίκτυο, ή στις σελίδες του Τύπου, ή στα λεγόμενα τοκ-σόου, η φύση των οποίων είναι ακριβώς να διασκεδάσουν τους ανθρώπους... Αυτές οι συζητήσεις μετατρέπονται συχνά σε διάλογο για την τρα-γική μοίρα των ανθρώπων, σε μια εμποροπανήγυρη μαται-οδοξίας, όπου οι μετέχοντες στα σόου ανταγωνίζονται ο ένας τον άλλον, θέλοντας να κερδίσουν τη συμπάθεια των θεατών.


Καλώ τους ιερείς να μη συμμετέχουν σε τοκ-σόου. Συχνά δεν είναι γνωστό για ποιο λόγο πηγαίνουν εκεί, για να προστατεύσουν έναν άνθρωπο ή μια ιδέα, ή για να προβάλουν τον εαυτό τους, ή να νικήσουν κάποιον και να θριαμβολογήσουν. Δεν είναι αυτός ο τρόπος μας, ούτε ο λόγος μας. 


Έχουμε λαϊκούς, που μπορούν, αν το επιθυμούν, να συμμετάσχουν σε τοκ-σόου, χωρίς όμως να εκθέτουν την Εκκλησία σε επικρίσεις, αλλά υπερασπιζόμενοι τη χρι-στιανική ηθική θέση. Επειδή θα ήταν λάθος να αποχωρή-σουμε εντελώς από το χώρο των δημόσιων τηλεοπτικών συζητήσεων.


Θα ήθελα να σας καλέσω όλους σας να έχετε ακλό-νητη πίστη, δυνατή προσευχή για νηφάλια σκέψη και, το σημαντικό, για να έχετε την ικανότητα να αντισταθείτε στους πειρασμούς, με όποιο φανταχτερό περιτύλιγμα και αν σας τους   προσφέρουν. Οι πρόγονοί μας τα αντιμετώ-πιζαν όλα αυτά και το ίδιο οφείλουμε να κάνουμε κι εμείς για να προχωρήσουμε παραπέρα στο ιστορικό μονοπάτι, παραμένοντας ο εαυτός μας.


Ομιλία σε αδελφικό γεύμα στον καθεδρικό ναό του Χριστού Σωτήρος, Μόσχα, 22 Απριλίου 2012


Πρέπει να είμαστε υπεύθυνοι για όλα όσα λέμε, ειδικά δημόσια. Γνωρίζω καλά πως η συζήτηση συχνά διεγείρει συναισθηματικά τους ανθρώπους τόσο πολύ, που είναι σαν να μην λειτουργούν τα φρένα. Μερικές φόρες γινόμαστε μάρτυρες προκλητικών δηλώσεων από ιερείς, συχνά, με συγχωρείτε, «από την πόλη έρχομαι και στην κορφή κανέλα...». Είτε πρόκειται πραγματικά για αποτέλεσμα συναισθηματικής αδράνειας,  ο άνθρω-πος παρασύρεται και πλέον δεν μπορεί να σταματήσει, είτε πρόκειται για έλλειψη ευθύνης σχετικά με όσα λέει ο ιερέας.


Σε αυτήν την περίπτωση, μιλώ συγκεκριμένα για τους κληρικούς, διότι τα λόγια των ιερέων αναφέρονται πιο συχνά, ερμηνεύονται και χρησιμοποιούνται μεταξύ άλλων για επιθέ-σεις στην Εκκλησία. Για αυτό, δε χρειάζεται να σοκάρετε το κοινό. Η προσβολή δεν είναι η αποστολή μας. Αφήστε τους άλλους να ασχολούνται με αυτά.


Γενικά, οι άνθρωποι έχουν κουραστεί από τις προκλή-σεις. Ίσως στην αρχή να είχε ενδιαφέρον, όταν εμφανίστηκε η ελευθερία του λόγου και τότε όλοι άκουγαν με κομμένη την ανάσα. Σήμερα όμως, πολλοί  κουράζονται από τα βάναυσα λόγια, που δεν έχουν πολύ νόημα, αλλά μεγάλη επιθυμία να δημιουργήσουν εντυπώσεις και συχνότερα δεν ενδιαφέρονται καν να πετύχουν το στόχο τους, αλλά, όπως λέγεται σήμερα, να αυτοπροβληθούν.


Επομένως, θα καλούσα όλους τους ορθόδοξους, που ασχολούνται με την επικοινωνία, όλους όσοι συμμετέχουν σε δημόσιες δραστηριότητες, να αντιμετωπίζουν τις λέξεις με υπευθυνότητα. Νομίζω ότι πολλοί μπορούμε να φέρουμε στη μνήμη μας αποτυχημένα αστεία ιερέων μας, όπου κάποιος  αστειεύτηκε, μίλησε απερίσκεπτα και στη συνέχεια όλο το Διαδίκτυο βούιξε για δύο – τρεις μήνες, συζητώντας αυτά τα αστεία. Την ίδια ώρα, η Εκκλησία κάνει σημαντικές δηλώσεις όσον αφορά τις σχέσεις της με την κοινωνία, θίγοντας πολλά ζητήματα σχετικά με την οικογένεια, το γάμο ή την γέν-νηση των παιδιών, το οποίο αποτελεί σημαντικό παράγοντα της μαρτυρίας της Εκκλησίας προς τον έξω κόσμο. Όλη η προσοχή όμως απορροφάται από τα σχόλια για το ανούσιο αστείο που ακούστηκε ή τις ακραίες προκλητικές δηλώσεις, ενώ αποσιωπούνται όλες οι θετικές προτροπές, που προέρ-χονται από την Εκκλησία.


Ας αναρωτηθούμε αν έχουμε όφελος από παρόμοιες εμφανίσεις ή όχι.  Δεν είμαστε γελωτοποιοί!  Πρώτα από όλα είμαστε υπεύθυνοι για το λόγο μας. Γιατί κάλεσα τους ιερείς να μη συμμετέχουν σε δημόσια τοκ σόου; Γιατί χαρακτηριστικό στοιχείο αυτών των εκπομπών είναι η πρό-κληση. Δεν γίνεται καμία σοβαρή συζήτηση και κανείς εκεί δεν προσπαθεί να ανακαλύψει την αλήθεια. Υπήρξε άραγε ποτέ έστω και ένα τοκ σόου, ως αποτέλεσμα του οποίου ελή-φθη κάποια απόφαση; Ή τα συμπεράσματά του να ενσω-ματώθηκαν σε κάποιες πολιτικές ενέργειες, είτε σε έγγραφα κρατικής σημασίας; Η παρουσία των ιερέων  εκεί σημαίνει συμμετοχή σε ένα  παιχνίδι με ξένους κανόνες. Δεν είναι δική μας δουλειά.


Δουλειά μας είναι να μαρτυρούμε τη ζωή, με το λόγο και με θυσιαστικές πράξεις. Δουλειά μας είναι να επισκε-πτόμαστε νοσοκομεία, ορφανοτροφεία, να φροντίζουμε τους άστεγους, τους τοξικομανείς, τους αλκοολικούς, τους αθεϊστές μας, οι οποίοι και οι ίδιοι δεν μπορούν να κατα-λάβουν πού βρίσκονται, τι πιστεύουν, τι δεν πιστεύουν, να σώσουμε τη νεολαία. Ναι, αυτή η δουλειά προσφέρει λιγό-τερες δημόσιες σχέσεις και οι δείκτες δημοτικότητας είναι χαμηλότεροι. Αλλά δεν χρειάζεται να κυνηγάμε αυτούς τους δείκτες.


Φυσικά, υπάρχει πάντοτε ένα προσωπικό στοιχείο στις δημόσιες εμφανίσεις, που δεν μπορούμε να αγνοήσουμε. Ο άνθρωπος θέλει πάντοτε να δείχνει τον καλό του εαυτό, είναι φυσιολογικό. Για αυτό καθόλου δεν μου αρέσουν οι εγκάρδιες συνομιλίες με ανταποκριτές. Μερικοί λένε, «ελάτε να μιλήσουμε» και με προσκαλούν σε τέτοιες συζητήσεις. Αλλά σε όλες αυτές τις εγκάρδιες συνομιλίες υπάρχει το στοιχείο της επιτήδευσης.  Δεν πρόκειται κάποιος να μιλήσει άσχημα για τον εαυτό του. Οι δημοσιογράφοι θέτουν συχνά  την ερώτηση: «Πείτε μας, ποια είναι η μεγαλύτερη αδυνα-μία σας;» Αυτό σημαίνει ότι είτε θα πω ψέματα, είτε κάτι που θα λειτουργήσει έτσι, ώστε να προκαλέσει τη συμπά-θεια των ανθρώπων στο πρόσωπό μου. Και πάλι ψέμα, και πάλι υποκρισία!


Πρέπει να το αποφεύγουμε αυτό. Δεν πρέπει να είμα-στε άλλοι, ενώπιον του θρόνου του Θεού, σηκώνοντας τα χέρια κατά την τέλεση της Θείας Ευχαριστίας και άλλοι, όταν απαντάμε σε ερωτήσεις δημοσιογράφων.


 Συνάντηση με μετέχοντες στο 5ο Διεθνές Φεστιβάλ Ορθοδόξων ΜΜΕ «Πίστη και Λόγος», Μόσχα, 31 Οκτωβρίου 2012


Στα σημερινά ΜΜΕ κάθε είδηση, που σχετίζεται με την Εκκλησία εξετάζεται «μέσω μεγεθυντικού φακού». Οποια-δήποτε ανάρμοστη πράξη κάποιου, που συνδέεται με την Εκκλησία, προκαλεί καταιγισμό αρνητικών δημοσιευμάτων. Αναμφισβήτητα, ορισμένα ΜΜΕ καταφεύγουν στη χρήση αναξιόπιστων, φανερά ψευδών πληροφοριών, εφαρμόζουν την τεχνική των κατευθυνόμενων διαρροών. Αυτές οι μέθο-δοι, χαρακτηριστικές για τους επικοινωνιακούς πολέμους, μερικές φορές χρησιμοποιούνται και ενάντια στην Εκκλησία. Η Εκκλησία διδάσκει στους ανθρώπους να ζουν μια δίκαιη ζωή, και εμείς, τα μέλη της, πρέπει να αποτελούμε παράδειγμα για τους απίστους ή για όσους έχουν λίγη πίστη, όχι μόνο με τα  λόγια, αλλά και με τις πράξεις μας. Τότε θα κερδίσουμε οποιονδήποτε επικοινωνιακό πόλεμο, χωρίς να εμπλα-κούμε σε αυτόν.


Αυτό δεν απαλλάσσει τους ιερείς από την ανάγκη να μελετήσουν και να κατανοήσουν την σύγχρονη κατάσταση των μέσων ενημέρωσης. Η εκκλησία είναι υποχρεωμένη να απαντά στις προκλήσεις της εποχής και οι ιερείς πρέπει να έχουν σαφή αντίληψη για τις βασικές τάσεις στην εξέλιξη του επικοινωνιακού περιβάλλοντος.


Εισήγηση σε Επισκοπική Σύναξη στη Μόσχα, 28 Δεκεμβρίου 2012


Έχουμε ήδη συνηθίσει να ζούμε στην εποχή της πλη-ροφορίας. Αλλά πόσο συχνά αναρωτιόμαστε άραγε για τις αξίες, που μας επιβάλλει αυτή η εποχή και ποιες αλλαγές επιφέρει στη διανοητική, συναισθηματική και πνευματική ζωή του σύγχρονου ανθρώπου;


Με την εμφάνιση της μαζικής κουλτούρας τα γνωρί-σματα της μαζικότητας επεκτάθηκαν σε πολλούς τομείς της πολιτιστικής ζωής. Μαζικά χαρακτηριστικά απέκτησε και ο δημόσιος λόγος, η αξία και η επιρροή του οποίου σήμερα δεν εξαρτάται πάντοτε από τα διανοητικά χαρίσματα του ομιλητή. Στην εποχή μας ανεβαίνει στο βήμα συχνά όχι ο πιο έξυπνος, ο πιο έμπειρος ή ο πιο ικανός, αλλά όποιος θέλει να αυτοεπιβεβαιωθεί και να αποδείξει στους άλλους την ανωτερότητά του. Από τη μία πλευρά, τα σύγχρονα ΜΜΕ, ιδίως το Διαδίκτυο, έχουν δώσει σε όλους το δικαί-ωμα να εκφράζονται ελεύθερα. Όμως, από την άλλη έχουν μετατραπεί και σε μια ιδιόμορφη αγορά ματαιοδοξίας, ένα θορυβώδες παζάρι στο οποίο κερδίζει αυτός, που θα φωνά-ξει πιο δυνατά.


Σε συνθήκες έντονου ανταγωνισμού ιδεών και από-ψεων, επιστρατεύονται οι πιο σκληρές μέθοδοι στη μάχη ποιος θα προσελκύσει την προσοχή του κοινού. Δυστυχώς, όμως, ούτε οι αποστολείς, ούτε οι παραλή-πτες της πληροφορίας έχουν χρόνο για την πειθώ μέσω του ορθολογισμού. Είναι πολύ πιο εύκολο να κερδί-σουν την προσοχή του κοινού μέσω του συναισθήματος. Αυτός είναι ο λόγος, που τα σημερινά ΜΜΕ απευθύνο-νται συχνότερα στα ένστικτα και στα ποταπά συναισθή-ματα, παρά στη λογική και τη συνείδηση. Για χάρη της αύξησης του δείκτη τηλεθέασης ορισμένα Μέσα όχι μόνο εκμεταλλεύονται τις ανούσιες και ανακριβείς ειδήσεις αλλά συχνά δεν διστάζουν να καταφύγουν και σε ολοφά-νερα ψέματα για να τραβήξουν την προσοχή των ανθρώ-πων με «καυτές» ειδήσεις.


 Συχνά επιβάλλονται και σε εμάς παρόμοιοι κανόνες. Ιερείς, που προσκαλούνται σε τηλεοπτικά και ραδιοφωνικά προγράμματα, αντιμετωπίζονται ως συμμέτοχοι σε καυ-γάδες για να διασκεδάσει το κοινό. Δυστυχώς, ορισμένοι από εμάς, ηθελημένα ή άθελα, πέφτουν θύματα αυτής της μορφής επικοινωνίας. Αυτό στιγματίζει την αξιοπρέπεια του κληρικού, προορισμός του οποίου,  δεν είναι να φωνά-ζει πιο δυνατά από όλους στις τηλεμαχίες, αλλά να είναι μάρτυρας της αλήθειας. Το να επικρατήσεις σε μια λεκτική διαφωνία, είναι μια «πύρρειος νίκη» για τον ποιμένα, από τη στιγμή που προκαλεί την μήνιν και το μίσος του αντι-πάλου. Εάν ο κληρικός δεν είναι σε θέση να διατηρήσει την ποιμαντική αξιοπρέπεια σε μια συζήτηση, καλύ-τερα να μην εμπλακεί καθόλου σε αυτήν...


Κάθε κληρικός πρέπει να συνειδητοποιεί την τεράστια ευθύνη που του επιβάλλει η παρουσία του σε δημόσιο χώρο. Στην προσπάθεια μας να προσελκύσουμε την προσοχή της κοινωνίας για κάποιο πρό-βλημα, είναι απαραίτητο να θυμόμαστε, ότι είναι ανεπίτρεπτο να υιοθετούμε  προκλητικές μορφές στις δηλώσεις ή τις πρω-τοβουλίες μας. 


Ομιλία σε Επισκοπική Σύναξη στη Μόσχα, 28 Δεκεμβρίου 2012


Για να είμαστε ειλικρινείς, το επίπεδο της δημό-σιας συζήτησης είναι σε μας πολύ χαμηλό. Η συζή-τηση πολύ συχνά μετατρέπεται σε αντιπαράθεση και η αντιπαράθεση σε σκάνδαλο. Και πόσο υποφέρει η ψυχή μας, όταν εκατομμύρια θεατές γίνονται συμμέτοχοι σε μια σύγκρουση ανθρωπίνων παθών στα κεντρικά τηλε-οπτικά δίκτυα! Είναι πολύ δύσκολο να απαντηθεί εάν πρέπει ένας κληρικός να συμμετέχει σε τέτοιου είδους σκάνδαλα. Σε ποιο βαθμό, όταν βρεθείς σε τέτοια ανα-ταραχή, είσαι σε θέση να εκπροσωπήσεις επαρκώς την εκκλησιαστική άποψη; Θα την ακούσουν, θα την κατα-λάβουν ή, αντιθέτως, θα την απορρίψουν; Δυστυχώς, η παρουσία κληρικών στις δημόσιες συζητήσεις πολύ συχνά μοιάζει ζημιογόνα και ελλιπής. Όλοι περιμένουν περισσότερα από τον ιερέα, ενώ ο ίδιος δεν μπορεί να ανταποκριθεί, λόγω του δεδομένου πλαισίου και της   ατμόσφαιρας της συζήτησης.


Εάν ο λόγος, όμως, του ιερέα δεν γίνεται πλήρως απο-δεκτός – αυτό άλλωστε δεν εξαρτάται μόνο από τον ιερέα, αλλά και από τους ίδιους τους ανθρώπους – η αρνητική στάση απέναντι στα λεγόμενα του επεκτείνεται αυτομάτως σε όλη την Εκκλησία. Αν ένας ακαδημαϊκός συμμετάσχει χωρίς επιτυχία σε μια συζήτηση, κανείς δεν θα σκεφτεί να σπεύσει να δικάσει για το λόγο αυτό την Ακαδημία Επιστημών. Αλλά, αν ένας ιερέας είπε ό,τι του ήρθε στο μυαλό και αυτό που είπε, πολύ περισσότερο, προκάλεσε αρνητικές αντιδράσεις, αμέσως προκύπτει το συμπέρασμα: «Η  Εκκλησία φταίει! Αυτή είναι η θέση της Εκκλησίας!»


Λαμβάνοντας υπόψη αυτήν την αντιφατικότητα της συμ-μετοχής εκπροσώπων της Εκκλησίας σε δημόσια συζήτηση, περιορίσαμε κάποτε τον κύκλο των ατόμων, που μπορούν να μιλήσουν σε τέτοιους είδους δημόσια βήματα. Σήμερα, είναι κυρίως οι επίσημοι εκπρόσωποι των εκκλησιαστικών ιδρυ-μάτων. Και αυτό δεν έγινε για να περιορίσουμε τους άλλους, αλλά τουλάχιστον για να ανεβάσουμε το επίπεδο υπευθυνό-τητας. Οι άνθρωποι που μονίμως εμπλέκονται σε αυτό το είδος δραστηριότητας, είναι λιγότερο ή περισσότερο προετοιμασμέ-νοι — ψυχολογικά, συναισθηματικά, αλλά και έχουν το θεω-ρητικό υπόβαθρο για τέτοιες συζητήσεις. Παρόλο που και εδώ, από καιρού εις καιρόν αντιμετωπίζουμε προβλήματα, όταν μια μεμονωμένη σκέψη ή λέξη αποσπάται από τα συμφραζόμενα και χρησιμοποιείται στα ΜΜΕ, για να προκαλέσει ένα αρνητικό κύμα, να προσδώσει μια αρνητική διάσταση στη συζήτηση του προβλήματος.


Σε αυτή τη διακονία, που υλοποιούν οι κληρικοί μας, καταγράφονται και αξιοσημείωτα επιτεύγματα και ορισμένες ήττες. Όμως το κεντρικό ερώτημα παραμένει: τι να κάνουμε; Να φύγουμε; Τότε, όμως, η κοινωνία θα χάσει κάθε ευκαιρία να ακούει το λόγο, που τουλάχιστον αντανακλά την αλήθεια του Θεού. Διότι σε κάθε λέξη του ιερέα υπάρχει ένα είδος έκκλησης, που έχει πάρει ή όχι την τελική της μορφή και απευθύνεται στη Θεία εξουσία, την παράδοση της Εκκλησίας, την Αγία Γραφή. Και αν αυτή η φωνή σωπάσει εντελώς στη σύγχρονη κοινωνία, οι άνθρωποι καθόλου δε θα έχουν καμία αντίληψη για τη γνώμη της Εκκλησίας, ως προς τα θέματα που σήμερα τους απασχολούν...


Η ανταλλαγή πληροφοριών στην εποχή μας δεν απο-τελεί εξαίρεση του κανόνα, αλλά μέρος της ζωής μας. Σε αυτή τη νέα κοινωνία της πληροφορίας, η Εκκλησία δεν μπορεί να αποστασιοποιηθεί από την πραγματικότητα, στην οποία είναι βυθισμένο το ποίμνιο της Εκκλησίας. Εργαζόμαστε ώστε, όσο το δυνατόν περισσότεροι ιερείς να είναι σε θέση να εκπληρώσουν την ποιμαντική διακονία τους σε αυτόν τον πολύ δύσκολο για αυτούς προσωπικά, υπεύθυνο και τολμηρό για την Εκκλησία, τομέα της μαρτυρίας για τον Χριστό. Η νέα πραγματικότητα, που σήμερα είναι η δική μας πραγματικότητα, απαιτεί από την Εκκλησία να είναι παρούσα εκεί, που δεν ήταν ποτέ πριν. Όχι βέβαια για να εμφανιστούν τηλεοπτικοί «αστέρες με ράσα», αλλά για να διαδώσουμε στους ανθρώπους το μήνυμα της σωτηρίας με ταπεινοφροσύνη και ελπίζοντας στη βοή-θεια του Θεού. 


Εμφάνιση στο τηλεοπτικό πρόγραμμα «Ο Λόγος του Ποιμένος», 30 Ιουλίου 2011


Χρειαζόμαστε νέους δημιουργούς  στο χώρο των ΜΜΕ από τους κληρικούς και τους ενορίτες, που θα διαθέτουν τα κατάλληλα χαρίσματα. Δεν επαρκούν προς το παρόν οι προσπάθειες μας, για να αλλάξουμε την πορεία εξέλι-ξης της κοινωνίας. Πρέπει να προσπαθήσουμε να θέτουμε μόνοι μας τους κανόνες της εκκλησιαστικής παρουσίας στον κόσμο των ΜΜΕ και να μη ζούμε σύμφωνα με τους κανόνες, που μας επιβάλλει το κοσμικό περιβάλλον. Τότε θα είμαστε σε θέση να αλλάξουμε την επικοινωνιακή ατμό-σφαιρα, που μας περιβάλλει.


Την ίδια στιγμή δεν είναι δυνατόν να υποστηρίξουμε πλήρως την πρακτική, σύμφωνα με την οποία οι ιερείς, επικαλούμενοι την έλλειψη ευλογίας, δεν  συνεργάζο-νται καθόλου με τα ΜΜΕ. Αυτό μπορεί να οδηγήσει σε περιορισμό της παρουσίας των κληρικών, ακόμη και στα τοπικά έντυπα δήμων ή περιφερειών, όπου, δυστυχώς, δεν είμαστε ακόμα αρκετά δραστήριοι και διακριτοί. Άλλωστε οι ιερείς δεν έχουν πάντα τη διάθεση να  ζητούν ευλο-γία από τον βοηθό επίσκοπο για κάθε πρόσκληση από τοπική εφημερίδα, που ζητά, για παράδειγμα, ευχές για τις γιορτές στους αναγνώστες της. Για κάποιους είναι ευκολότερο να αρνηθούν, παρά να επικοινωνήσουν  με τους προϊσταμένους τους. Θεωρώ ότι πρέπει να δοθεί σε κάθε εφημέριο η δυνατότητα επικοινωνίας με τα ΜΜΕ ως προς τα αδιαμφισβήτητα, εκπαιδευτικά, κατηχη-τικά κ.ο.κ. ζητήματα. Όσον αφορά τους άλλους ιερείς, σε περίπτωση που κληθούν από εκπροσώπους των ΜΜΕ είναι προτιμότερο να συνεννοηθούν πρώτα με τους προ-ϊσταμένους τους.


 Λαμβάνοντας υπόψη μάλιστα την υπάρχουσα εμπει-ρία, είναι πιθανό, ότι οι βοηθοί επισκόπων θα απαγορεύσουν την επικοινωνία ορισμένων κληρικών με τα ΜΜΕ. Δυστυ-χώς υπάρχουν και τέτοιοι ιερείς, που εκφράζουν τις  διαστρε-βλωμένες αντιλήψεις τους για την ευσέβεια μπροστά στην κάμερα, αναρτούν βίντεο στο Διαδίκτυο, και στη συνέχεια, εξαιτίας ενός απερίσκε-πτου παπά, καταδικάζεται όλος ο κλήρος.


Και, φυσικά, οφείλουμε να είμαστε ιδιαίτερα προσεκτικοί όταν γίνεται λόγος για αμφιλεγόμενα και κάποιες φορές σκαν-δαλώδη θέματα. Σε αυτή την περίπτωση είναι προτιμότερο να συμβουλευθούμε τον τοποτηρητή ή τον βοηθό επισκόπου ή ενδεχομένως και το Συνοδικό Τμήμα Ενημέρωσης. Το ίδιο ισχύει και όταν δέχεστε προσκλήσεις από ομοσπονδιακά τηλε-οπτικά δίκτυα για να συμμετάσχετε σε εκπομπές. 


Ομιλία σε Επισκοπική Σύναξη στη Μόσχα, 20 Δεκεμβρίου 2013