Τι πρέπει να κάνουμε για να γίνουν τα παιδιά μας αληθινοί χριστιανοί όταν μεγαλώσουν;
πρωθιερέας Παύλος Βελικάνοφ
Διαβάστε περισσότερα

Ο κάθε εκκλησιαζόμενος άνθρωπος που έχει παιδιά μονίμως προβληματίζεται για το πώς να μεγαλώσεις τα παιδιά σου έτσι, ώστε να γίνουν πνευματικά υγιείς και βαθιά εκκλησιαζόμενοι ενήλικες; Δεν χρειάζονται κοινωνιολογικές έρευνες για να παρατηρήσει κανείς το πόσο γρήγορα εξαφανίζονται από τους ναούς οι έφηβοι, οι οποίοι μέχρι τότε συμμετείχαν στις λειτουργίες μαζί με τους γονείς τους κάθε εβδομάδα. 

Άραγε, η κοινή προσευχή στο σπίτι, τα Κατηχητικά ενοριακά σχολεία, η οικογενειακή ανάγνωση της Αγίας Γραφής, αποτελούν αρκετά αποτελεσματικό «οπλοστάσιο» για την εξασφάλιση της συνάντησης του παιδιού μαζί με τον Χριστό; Αυτό θα είναι το αντικείμενο της συζήτησής μας. 

Εμένα, έναν άνθρωπο που δεν είχε γνωρίσει από τη βρεφική του ηλικία την ευλογία του εκκλησιαστικού τρόπου ζωής, πάντα με ενδιέφερε να ρωτάω τους στενούς μου φίλους ιερείς, οι οποίοι προέρχονται από οικογένειες κληρικών, για το ποιοι τρόποι ανατροφής χρησιμοποιούνταν στις οικογένειές τους, πώς τους μεγάλωναν και πώς απέκτησαν πίστη και ευσέβεια;

Αν συνοψιστούν αυτές οι πληροφορίες, τότε θα βγουν στην επιφάνεια μερικά πολύ ενδιαφέροντα χαρακτηριστικά. 

Το πρώτο που μου έκανε εντύπωση είναι σχεδόν πλήρης απουσία καταναγκασμού για προσευχή. 

Δεν πρόκειται για μία κατάσταση που κανένας και ποτέ δεν προσευχόταν στο σπίτι. Απλώς, η προσευχή αντιμετωπιζόταν ως κάτι εντελώς εσωτερικό, προσωπικό, κάτι που δεν μπορεί και δεν πρέπει να γίνεται βάσει ενός «ορισμένου προγράμματος» ή «απαίτησης». Τουλάχιστον, αυστηρή απαίτηση από την πλευρά των γονιών προς τα παιδιά για να αρχίσουν από μια συγκεκριμένη ηλικία να «διαβάζουν» όλες (ή ένα μέρος) των πρωινών ή βραδινών προσευχών δεν υπήρχε σε αυτές τις οικογένειες. Ταυτόχρονα, οι ίδιοι οι γονείς, κατά κανόνα, διάβαζαν όλες αυτές τις προσευχές και τα παιδιά το παρατηρούσαν. Καμιά φορά (με διαφορετικούς τρόπους) τα παιδιά συμμετείχαν σε αυτό. Ενώ η οικογενειακή προσευχή θα μπορούσε να ήταν αρκετά πιο σύντομη, ακόμα πιο σύντομη και από τη βραδινή προσευχή περιορισμένη κατά το μισό, και να αποτελείται από μερικές αγαπητές από την οικογένεια εκκλησιαστικές ψαλμωδίες, τις οποίες τις τραγουδούσαν όλοι μαζί.

Σε μία από αυτές τις οικογένειες ο ρυθμός της ζωής του πατέρα υπαγόταν αυστηρώς σε κανόνες προσευχής, σχεδόν με ωράριο: το πρωί υπήρχε προσευχή μιας ώρας σε συγκεκριμένο χρόνο, το βράδυ – στις 21.00. Όποιος ήθελε μπορούσε να συμμετέχει, όποιος δεν ήθελε δεν κατακρινόταν από κανένα και δεν κατηγορούνταν. Στις λειτουργίες παρίσταται, φυσικά, όλη η οικογένεια, οπότε η ερώτηση «αν πρέπει να πάω ή όχι;» μετατρεπόταν σε θέμα «αν πρέπει να μείνω στο σπίτι μοναχός ή να πάω στην εκκλησία μαζί με όλη την οικογένεια;» Τα παιδιά σχεδόν πάντα έφταναν στο ναό όχι κατά την αρχή της λειτουργίας και αυτό δεν αποτελούσε εμπόδιο για να μεταλαβαίνουν. Οι γονείς, όσο παράξενο και αν φαίνεται αυτό, δεν ένοιωσαν καμία ιδιαίτερη εσωτερική ένταση που τα παιδιά εφηβικής ηλικίας ακόμα δεν ήξεραν απ’έξω για παράδειγμα «Το Σύμβολο της Πίστεως» ή τις βραδινές προσευχές.

Το δεύτερο – είναι η αντιμετώπιση της νηστείας. Σε αυτό το θέμα υπήρχαν διαφορετικές προσεγγίσεις. Σε κάποιες οικογένειες τα παιδιά έτρωγαν τα ίδια φαγητά με τους μεγάλους, δηλαδή τηρούσαν όλες τις απαιτήσεις των εκκλησιαστικών κανόνων· σε άλλες – στα παιδιά επιτρεπόταν κάποια χαλάρωση, το μέτρο της οποίας μπορούσε να αλλάζει αρκετά. Σε κάθε περίπτωση, η μη τήρηση της νηστείας δεν θεωρούνταν θανάσιμη αμαρτία, εξαιτίας της οποίας θα πρέπει να εφαρμόζονται σωματικές και πνευματικές τιμωρίες. 

Το τρίτο και το πιο εντυπωσιακό ήταν ότι τα παιδιά σχεδόν δεν λάμβαναν κάποια «θρησκευτική ανατροφή». 

Τότε δεν υπήρχαν τα κατηχητικά σχολεία και τα ορθόδοξα γυμνάσια αποτελούσαν ένα άπιαστο όνειρο. Αν καμιά φορά μια φορά την εβδομάδα διάβαζαν κάτι από το «Νόμο του Θεού» της Σλομποντά ήταν ο μεγαλύτερος βαθμός εσωτερικού θρησκευτικού διαφωτισμού. Δεν άκουσα ούτε για την καθημερινή ανάγνωση του βίου των αγίων, ούτε για κοινές συζητήσεις των κειμένων της Βίβλου, ούτε και για κάποιες «κηρυγματικές οικογενειακές αναγνώσεις».

Φαντάζομαι ότι στο άκουσμα αυτών που προανέφερα στις ψυχές των ευσεβών αναγνωστών αναδύεται ένας τυφώνας αντιδράσεων: «Ορίστε, ο φιλελεύθερος – αποστατικός κλήρος νέας γενιάς – έτοιμος να ξεριζώσει τα παραδοσιακά θεμέλια της εκκλησιαστικής ζωής!»  

Το παράδοξο είναι ότι όλα τα παιδιά αυτών των οικογενειών γίνονταν αν όχι ιερείς και μοναχοί, τότε σίγουρα άνθρωποι ευσεβείς με βαθιά αγάπη προς την Εκκλησία του Χριστού. 

Κάποιοι αμέσως έμπαιναν σε θεολογικές σχολές, κάποιοι περνούσαν στα πανεπιστήμια, έκαναν οικογένειες και μετά από πολλά χρόνια αποκτούσαν βαθμό ιερέα. Όλα γίνονταν με διαφορετικούς τρόπους, ωστόσο στα πλαίσια χριστιανικής ευσέβειας. Εντέλει, όλοι αυτοί γίνονταν αληθινοί χριστιανοί, που τηρούσαν τις νηστείες, κοινωνούσαν τακτικά και δεν απαρνιόντουσαν τον εκκλησιαστικό βαθμό ούτε και σε πιο δύσκολες καταστάσεις πολύ σημαντικών εσωτερικών εκκλησιαστικών διαμαχών. Μπορεί να είναι πολύ υποκειμενική η εντύπωση που δημιουργήθηκε στο μυαλό μου μετά από τις συζητήσεις με αρκετά περιορισμένο κύκλο κληρικών.

Ωστόσο, αν παρατηρήσουμε με τι ζήλο προσπαθούν οι χτεσινοί νεόφυτοι να «γεμίσουν πλήρως» τα δικά τους παιδιά με τις δικές τους αντιλήψεις περί της ευσέβειας, δεν γίνεται να μην προσέξουμε την σημαντική διαφορά που υπάρχει μεταξύ αυτής της προσέγγισης και εκείνης που υπήρχε στις παραδοσιακές οικογένειες κληρικών. 

Επειδή, εντέλει, η ποιότητα της χριστιανικής ζωής δεν καθορίζεται από το μέτρο της νηστείας ή τη συχνότητα επισκέψεων σε ναούς, ούτε από την ποσότητα και την ποιότητα των προσευχών που διαβάζονται καθημερινώς, αλλά ούτε και από τη γνώση όλων των ιστοριών των θαυματουργών εικόνων και των ιδιοτήτων των αγίων από την άποψη της θαυματουργικής βοήθειας, αλλά από κάτι εντελώς διαφορετικό. 

Όμως, από τι τότε; Μάλλον είναι το πιο σημαντικό ερώτημα το οποίο πρέπει ο καθένας να θέτει στον εαυτό του και να βρίσκει την απάντηση. Και βρίσκοντας την απάντηση πρέπει να συλλογίζεται πολύ καλά, κατά πόσο η παιδαγωγική πρακτική της ευσέβειας εφαρμοζόμενη στην οικογένειά του φέρνει τα παιδιά κοντά ή τα απομακρύνει από αυτό το «εντελώς διαφορετικό» και το «πιο σημαντικό».