Ζωή με πίστωση;
Διαβάστε περισσότερα

«Μπορείς να το επιτρέψεις στον εαυτό σου», «Αγόρασε σήμερα – πλήρωσε μετά», «Να χαροποιήσεις τον εαυτό σου τώρα», με ποιες προσκλήσεις, συμβουλές και διαφημιστικά συνθήματα μας επιβάλλουν την ιδέα για το ότι να πάρεις ένα δάνειο είναι φυσικό, ότι η ζωή με πίστωση σε αντάλλαγμα για κάποια όμορφα και της μόδας αντικείμενα προϋποθέτει ότι ανήκεις σε ένα εύπορο μεσαίο κοινωνικό στρώμα. Όμως αξίζει άραγε πραγματικά να καθορίσεις τη ζωή σου για μήνες ή για όλοκληρα τα χρόνια μπροστά με μια επιθυμία να αποκτήσεις κάτι για το οποίο ακόμα δεν έχεις τώρα αρκετά χρήματα; Για το γιατί στους θρησκευόμενους (και όχι μόνο στους θρησκευόμενους) βλάπτουν τα δάνεια, συλλογιέται ο κληρικός της Μητρόπολης του Μπράτσκ (Σιβηρία), ο πρωθιερέας Ανδρέας Σκρινκό.


Κίνηση χωρίς προσπάθεια;

«Διδάσκαλε αγαθέ, τι ποιήσας ζωήν αιώνιαν να κληρονομήσω;» Νομίζω ότι κάτω από αυτή την ερώτηση ενός νεανία, για τον οποίο γράφει το Ευαγγέλιο, θα έβαζε την υπογραφή του ο καθένας από μας. Επίσης νομίζω ότι και η ερώτηση, και η αναμονή της απάντησης, και η προθυμία να την εκπληρώσει θα είναι τόσο διαφορετικές ώστε δεν θα βρούμε δύο όμοιους συνδυασμούς σε όλη την Εκκλησία, επειδή δεν υπάρχουν δύο εντελώς όμοιοι άνθρωποι. Μέχρι ποιο βαθμό της διαφοράς μπορεί να φτάσει η συνοδική μας ενότητα; Και που είναι η γραμμή η οποία περιγράφει μία ενότητα όχι συνοδική, αλλά αισχρή και καταστρεπτική; Για παράδειγμα, οι Άγιοι Πατέρες μιλάνε για τα δάκρυα της μετάνοιας, αλλά πολλοί από μας δεν κλαίνε στην εξομολόγηση. Κάποιον, αυτό το γεγονός τον πικραίνει, κάποιον δεν τον στενοχωρεί καθόλου, αλλά αυτή η διαφορά δεν μας χωρίζει, και η εξομολόγηση δεν παύει εξαιτίας αυτού να είναι εξομολόγηση.

Από την άλλη πλευρά οι περισσότεροι από μας παραπονιόμαστε ότι δεν μπορούμε να βιάζουμε τον εαυτό μας ώστε να διαβάζουμε τις προσευχές κάθε πρωϊ και κάθε βράδυ. Εξάλλου όχι όλοι μας κάθε μέρα διαβάζουμε ένα κεφάλαιο από το Ευαγγέλιο. Όμως αν και είναι ένα διαδεδομένο ελάττωμα, εμείς δεν θέλουμε να το παραδεχτούμε και κατηγορούμε τον εαυτό μας για την πνευματική αδυναμία. Η εξομολόγηση σε όλες τις μορφές της μας ενώνει σε Εκκλησία. Η απουσία της προσευχής σε όλες τις περιπτώσεις καταστρέφει και εξασθενίζει την ζωή μας και την κοινωνία μας.

Γι’ αυτό θέλω να εξετάσω μαζί σας το διάλογο που έγινε μεταξύ αυτού του άξιου ανθρώπου και του Κυρίου Ιησού Χριστού (Λκ. 18: 18-27), δηλαδή «...τι ποιήσας ...κληρονομήσω». Εδώ παρατηρώ ένα τόσο διαδεδομένο χαρακτηριστικό ώστε δεν μπορώ να μην το υποδείξω. Αυτό το χαρακτηριστικό υπογραμμίζεται με την ίδια μορφή του λόγου: με την χρησιμοποίηση του ρήματος στον μέλλοντα αορίστου: τι θα κάνω – θα κληρονομήσω. Εδώ έχουμε να κάνουμε με το σκοτεινό βάθος μιας ξεπεσμένης συνείδησης: πώς να κάνω έτσι ώστε να πάρω το δικαίωμα και την βεβαιότητα μία και για πάντα; Και αυτό παρ’ όλο που ξέρουμε καλά αυτή την ιδιότητα της πίστης μας: δεν υπάρχει καμία πράξη μετά την οποία μπορούμε να χαλαρώσουμε και να μην κάνουμε τίποτα. Ακόμα και οι διαμαρτυρούμενοι, οι οποίοι νομίζουν ότι ήδη σώθηκαν, καταλαβαίνουν πως πρέπει να κάνουμε κάτι συνέχεια. Και η δική μας πίστη μας διδάσκει ότι μέχρι την τελευταία πνοή δεν θα ξέρουμε αν σωθήκαμε ή όχι. Μπορούμε μόνο να το πιστεύουμε και να εργαζόμαστε για την σωτηρία ακούραστα μέχρι εκείνη ακριβώς την πνοή.

Όμως στο πλαίσιο της κίνησης χωρίς την οποία δεν φανταζόμαστε τη ζωή εμείς αναζητούμε ωστόσο μια δυνατότητα να ησυχάσουμε, να φτάσουμε μέχρι εκείνη την κατάσταση όπου η κίνηση γίνεται χωρίς προσπάθεια.

Τι διεστραμμμένη διαλεκτική που είναι: κατάσταση κίνησης χωρίς προσπάθεια. Μα όλη η εμπειρία της ζωής μας μαζί με την κοινή λογική δηλώνουν ότι χωρίς προσπάθεια μπορεί να κινείται κανείς μόνο προς τα κάτω, να γλιστράει αργά ή να πέφτει ορμητικά, αλλά μόνο και μόνο προς τα κάτω. Όμως η ζωή μας δόθηκε για την κίνηση προς τα πάνω, προς την τελειότητα. Δεν είναι δυνατόν να κινείται κανείς προς τα πάνω χωρίς προσπάθεια. Για να απογειωθεί κανείς πρέπει να ξεπεράσει την έλξη της βαρύτητας της γης. Για να πετάξει κανείς πρέπει να αντιτάξει στην βαρύτητα μία άλλη δύναμη, την ανυψωτική. Για να ανυψωθεί κανείς πνευματικά πρέπει όχι μόνο να ξεπεράσει, αλλά να ξεπερνάει συνέχεια την έλξη της αμαρτίας («την επιθυμία της σαρκός, την επιθυμία των οφθαλμών και την αλαζονεία του βίου»). Όχι «τι να ποιήσω;», αλλά «τι να κάνω για να σωθώ;».

Και ο Κύριος απάντησε στον νέο: «Ξέρεις τις εντολές: μη μοιχεύεις, μη σκοτώσεις, μην κλέψεις, μην ψευδομαρτυρήσεις, τίμα τον πατέρα σου και τη μητέρα σου». Και σε αυτή την απάντηση του Χριστού δηλώνεται ξεκάθαρα ότι από τον άνθρωπο απαιτείται η συνεχής ακολούθηση του νόμου. Δε λέγεται: «τίμησε τους γονείς», αλλά: «τίμα». Σήμερα τι βλέπουμε συχνά στις γιορτινές εκδηλώσεις αφιερωμένες στην Ημέρα της Νίκης; Ο παρουσιαστής μπαίνει στη σκηνή και λέει: «Ας τιμήσουμε τη μνήμη των πεσόντων με ένα λεπτό σιωπής!». Όλοι σηκώνονται και στέκονται 30 δευτερόλεπτα με σοβαρή έκφραση προσώπου. Μετά οι θεατές κάθονται και στη σκηνή μπαίνουν καλοντυμένα ή αντίθετα μισόγυμνα κορίτσια. Βλέποντας αυτό το αισχρό θέαμα θα μπορούσε κανείς να ξεφωνίσει: «Με αυτό οι καρδιές των πεσόντων πατέρων θα πικραίνονταν, τους οποίους λίγο πριν «τίμησαν».

Η τιμή είναι όταν εμείς στη ζωή μας δεν επιτρέπουμε να γίνουν αυτά τα πράγματα που αποδοκίμαζαν οι άνθρωποι τους οποίους τιμάμε. Είναι όταν κάθε μέρα προσπαθούμε να ζούμε αξιοπρεπώς, ανάλογα με τα έργα τους, ανάλογα στην μνήμη τους, στον θάνατό τους, μην επιτρέποντας στον εαυτό μας τίποτα που θα καταργούσε την προσπάθειά τους, θα μεταμόρφωνε τον άθλο τους σε ανόητο και άδικο πείσμα.

Αλλά εάν εμείς δηλώσαμε ότι γίναμε «πιο σοφοί» και έχουμε απόψεις «πιο πλούσιες και πιο τέλειες» (απλά γιατί εμείς είμαστε «ύστερα από αυτούς»), ας συγκρίνουμε τις «καθυστερημένες και κουτές» ιδέες τους με τις δικές μας τις «προοδευτικές». Οι προγονοί μας, αν και η κοσμοθεωρία τους ήταν «περιορισμένη» όσον αφορά την θρησκευτική πίστη και ιδεολογία, συγκέντρωσαν υπό την αρχή αυτής της θρησκείας (ή ιδεολογίας) το ένα έκτο της στεριάς της γης και περισσότερο από εκατό έθνη, δημιούργησαν τον πνευματικό και υλικό πολιτισμό, που εκπλήττει κάθε απροκατάληπτο ερευνητή.

Τι δημιουργήσαμε εμείς, οι σημερινοί «πλουραλιστές με τις προοδευτικές απόψεις» που μόνο καταστρέψαμε, εξαγοράσαμε, προδώσαμε και ακυρώσαμε αυτό τον πλούτο, που δημιούργησαν οι μεγάλοι πρόγονοί μας; Τι δημιουργήσαμε λοιπόν; - Την ναρκισσιστική και πάντοτε δυσαρεστημένη μικροαστική κοινωνία που φορά την προσωπίδα του φιλελευθερισμού. Τον τιποτένιο, γεμάτο αισχρά πάθη ψευδοπολιτισμό ως μίμηση του Χόλιγουντ. Την περιφρόνηση του εαυτού μας και της πατρίδας μας, λέγοντας συνέχεια, ότι: «αυτή η χώρα, αυτός ο λαός» είναι καταδικασμένοι για πάντα να πορεύονται πίσω από όλη την προοδευτική ανθρωπότητα. Ενώ οι απορριφθέντες πρόγονοί μας εκεί στον ουρανό χαίρονται σιωπηλά όταν εμείς αργούμε «απελπιστικά» στην πορεία προς την «προοδευτική» ομοφυλοφιλική κοινωνία.

Ο Κύριος, απαντώντας στον νεανία, δεν του περιέγραψε παρά μόνο τον φράχτη, που χωρίζει το έδαφος της ζωής από το έδαφος του θανάτου και της αμαρτίας. Έξω από αυτό τον φράχτη δεν υπάρχει σωτηρία, δεν υπάρχει αιώνια ζωή. Και άκουσε την απάντηση: «Όλα αυτά τα τηρώ από τα νιάτα μου». Λόγοι από μας μπορούν να παινευθούν για αυτή την ποιότητα της ζωής, αλλά ο Κύριος, αντί να τον παινέψει, είπε: «Ένα ακόμη σου λείπει: πούλησε όλα όσα έχεις και δώσε τα χρήματα στους φτωχούς, κι έτσι θα έχεις θησαυρό κοντά στο Θεό ̇ κι έπειτα έλα να με ακολουθήσεις».

Αυτό το κάλεσμα «να με ακολουθήσεις» δεν προσδιορίζει καμία ακινησία, επειδή ο Κύριος δεν είπε «κάθισε δίπλα στο θρόνο μου» αριστερά ή δεξιά, αλλά είπε: «να με ακολουθήσεις». Δηλαδή: «Ο Πατέρας μου εξακολουθεί να εργάζεται ως τώρα, γι’ αυτό κι εγώ εργάζομαι» (Ιω. 5: 17) κι εσύ έτσι να κάνεις. Και πάλι: «Ο Υιός του Ανθρώπου δεν ήρθε για να τον υπηρετήσουν, αλλά για να υπηρετήσει και να προσφέρει τη ζωή του λύτρο για όλους» έτσι κι εσείς «με αγάπη να υπηρετείτε ο ένας τον άλλον» (Γαλ. 5:13), και όποιος χάσει την ζωή του για το Ευαγγέλιο, θα τη σώσει ( βλ: Μθ.10: 39; 16: 25; Λκ. 17: 33; Ιω.12: 25).


Ξοδεύοντας το μέλλον

Η ζωή είναι κίνηση και δεν μπορεί να υπάρχει στη στάση, όπως και ένας ποταμός δεν υπάρχει χωρίς ροή. Δεν μπορεί να ρέει εδώ και να μην ρέει εκεί, ο ποταμός ρέει σε οποιοδήποτε μέρος του. Κάπου γρήγορα και ορμητικά, πηδώντας πάνω από τις πέτρες και βιαστικά ώστε δεν προλαβαίνει να γεμίσει τα κενά πίσω από αυτές τις πέτρες. Αλλού ρυθμικά και ισχυρά, διεισδύοντας σε κάθε ρωγμή, ποτίζοντας όλο το χώμα για πολλά χιλιόμετρα γύρω του. Έτσι κι εμείς ξεκινώντας την πορεία μας καταπιανόμαστε ορμητικά και δραστήρια με πολλά πράγματα, αλλά πιο κοντά στο τέλος της ζωής μας απαιτείται να γίνουμε πιο σταθεροί και σοφοί, γεμίζοντας την με κάθε μόριο της ζωής μας με την παρουσία του Θεού. Αλλά ακριβώς αυτό δεν συμβαίνει με μας, όπως και με αυτόν τον πλούσιο νεανία, που δεν μπόρεσε να εγκαταλείψει τα πλούτη του και να απελευθερωθεί από αυτά που τον εμπόδιζαν να ακολουθήσει τον Κύριο, να Του δώσει την ψυχή του. Επειδή ήταν ήδη δοσμένη σε έναν άλλο κύριο: στα κοσμικά αγαθά.

Ιδού για παράδειγμα μια συνηθής περίπτωση: έχω ανάγκη να αγοράσω καινούριο ψυγείο, αλλά δεν έχω χρήματα. Ο γιος μου έχει ανάγκη να αγοράσει καινούριο αυτοκίνητο, αλλά πάλι δεν έχει χρήματα, επειδή παίρνει ένα τόσο μικρό μισθό, ώστε δεν του φτάνουν τα χρήματα για όλα τα αναγκαία. Λοιπόν εγώ παίρνω σήμερα ένα δάνειο ώστε να μας φτάσουν τα χρήματα για το ένα και για το άλλο. Και λέω στον εαυτό μου: «Όσο για αύριο, ε θα δούμε, θα βρω κάποια λύση».

Κι έτσι λοιπόν, με αυτές τις σκέψεις έρχομαι στο σχολείο, όπου με πληροφορούν ότι χρειάζεται να δώσω χρήματα στην επιτροπή των γονέων επειδή πρόκειται να αγοράσουν σχολικές στολές για όλους τους μαθητές. Επίσης είναι απαιτητό να μαζευτούν τα χρήματα για να αγοραστούν καινούρια παράθυρα στην τάξη επειδη οι μαθητές μας κρυώνουν. Ο καθένας που ξέρει την οικονομική μου κατάσταση καταλαβαίνει ότι μου είναι δύσκολο να αντιμετωπίσω αυτό το πρόβλημα με έναν ομαλό τρόπο. Επειδή δεν έχω καθόλου χρήματα για πολλούς μήνες μπροστά μου. Όμως έχω ψυγείο και ο γιος μου έχει αυτοκίνητο, αλλά ανάμεσα σε εμένα και στους άλλους γονείς της τάξης μας δεν υπάρχει ούτε η αλληλοκατανόηση ούτε ο αμοιβαίος σεβασμός, επειδή μου φαίνεται ότι αυτοί εφευρίσκουν πάντα «αυτούς τους άδικους φόρους» για το σχολείο.

Άραγε δεν κατέθεσα στο μέλλον τα μελλοντικά μου χρήματα; Δεν τα ξόδεψα άραγε για το αγαθό των παιδιών μου; με ρωτάει ένας τέτοιος πατέρας (ξέρω πολύ καλά τέτοιου είδους πατέρες). Αλλά δεν ξέρω πώς να εξηγήσω ότι αυτό που δεν μας ενώνει, μας χωρίζει. Ότι για να καταθέσεις τα σημερινά χρήματα στην μελλοντική σταθερότητα δεν είναι το ίδιο με το να πάρεις τα μελλοντικά χρήματα και να τα ξοδέψεις για την σημερινή «σιγουριά». Ξοδεύοντας τα μελλοντικά, μη αποκτημένα ακόμα αγαθά για την σημερινή ευημερία δεν ενισχύω το θεμέλιο της ζωής και δεν δημιουργώ μια αξιόπιστη εγγύηση της μελλοντικής ευημερίας, αλλά δημιουργώ ένα κενό γύρω μου και μπροστά μου και σε αυτό το κενό σίγουρα θα γκρεμιστεί η ζωή μου.

Τι εννοώ; Το κενό γύρω μου είναι η άρνηση να συμμετέχω σε μια κοινή προσπάθεια (υπενθυμίζω ότι στα ελληνικά αυτή η κοινή προσπάθεια ονομάζεται επίσης «λειτουργία», αλλά εμείς περιορίζουμε την βαθιά έννοια αυτής της λέξης εννοώντας μόνο την θρησκευτική ακολουθία). Αυτή η άρνηση να συμμετάσχω οφείλεται στην αδυναμία μου να συμμετάσχω επειδή ήδη στερήθηκα την δυνατότητα να αντιμετωπίζω τις απρόσμενες καινούργιες προκλήσεις που εμφανίζονται καθημερινώς. Στερήθηκα αυτής της δυνατότητας επειδή δεν ζω, αλλά εκπληρώνω ένα πρόγραμμα για την εκπλήρωση του οποίου ξόδεψα ήδη το μέλλον μου και δεν μπορώ να αποκλίνω ούτε στα δεξιά ούτε στα αριστερά.

Μπορεί άραγε να είναι ελεύθερος ένας άνθρωπος που πούλησε το μέλλον του για το σημερινό υλικό αγαθό; Μπορεί άραγε ένας άνθρωπος που ξόδεψε τη ζωή του για το ατομικό του αγαθό να αποκτήσει σεβασμό από τους ανθρώπους που με τα δικά τους αγαθά δημιουργούν ένα κοινό αγαθό;

Αυτό το κενό μπροστά μου είναι το εξής: έχοντας δουλέψει ένα μήνα έρχομαι, βάζω την υπογραφή μου στον έντυπο της παραλαβής του μισθού, αλλά δεν τον έχω στη διάθεσή μου. Δεν μπορώ καν να το κρατήσω στα χέρια μου έστω και για λίγο. Δεν μπορώ καν να δώσω λίγα χρήματα σε έναν φτωχό ούτε να δωρίσω ένα ποσό για την οικοδόμηση ενός ναού. Δεν μπορώ καν να αγοράσω κάτι για το παιδί μου ή για την γυναίκα μου και έτσι να τους χαρίσω μια απρόσμενη χαρά επειδή όλα είναι ήδη μετρημένα και όλα είναι ήδη ξοδεμένα.


Χρεωστική «ευπορία»

Ακόμα το κενό μπροστά είναι όταν συνέβηκε κάτι απρόσμενο για παράδειγμα αρρώστησες ή δεν κατάφερες να αποκτήσεις με δουλειά, χρήματα. Και έρχονται οι εκτελεστές των δικαστικών αποφάσεων και καταγράφουν όλη την περιουσία σου επειδή αποδεικνύεται ότι δεν σου ανήκει γιατί δεν την πλήρωσες. Όμως αυτή η ακραία περίπτωση συμβαίνει μόνο με έναν βλάκα με περικεφαλαία και όχι με μένα επειδή εγώ είμαι πολύ φρόνημος και είμαι σίγουρος ότι δεν θα σπάσω το πόδι μου, δεν θα αρρωστήσω, δεν θα απολυθώ και το εργοστάσιο δεν θα λειτουργήσει χωρίς εμένα.

Εδώ που τα λέμε, διάβασα πρόσφατα σε ένα σχολικό βιβλίο της κοινωνιολογίας ότι στην Αμερική θεωρείται ότι ένας πολίτης μπορεί να ανήκει στο μεσαίο κοινωνικό στρώμα μόνο αν έχει αρκετά χρέη δηλαδή αν έχει πάρει αρκετά δάνεια. Αυτό μοιάζει με μας: έχω πολλά χρέη άρα είμαι εύπορος. Ίσως και γι’ αυτό η σημερινή μας κοινωνία δεν μοιάζει καθόλου με την παραδοσιακή ρωσική κοινωνία του παρελθόντος; Οι πρόγονοί μας προσπαθούσαν να ζήσουν με τα δικά τους χρήματα, με τα αγαθά που απέκτησαν οι ίδιοι με έντιμη δουλειά, αλλά ακόμα και όταν έπιναν και γλεντούσαν, έλεγαν με αξιοπρέπεια: «με τα δικά μου χρήματα». Όσοι έμπαιναν στα χρέη, ιδιαίτερα για την πολυτέλεια και τις απολαύσεις της μέθης, περιφρονούνταν.


«Ο οίκος σας έρημος»

«Μόλις άκουσε την απάντηση ο νεαρός, έφυγε λυπημένος, γιατί είχε μεγάλη περιουσία» (Μθ, 19: 22). Και να: «ιδού αφίεται υμίν ο οίκος υμών σας έρημος» (Λκ. 13. 35). Καταλαβαίνετε; Είναι γεμάτος από οποιαδήποτε γήινα αγαθά, αλλά έρημος! Και αυτός ο νεαρός έφυγε με όλη την περιουσία του στο κενό. Επειδή η πληρώτητα της ζωής και το περίσσευμα των γήινων αγαθών είναι διαφορετικά πράγματα που καταστρέφουν το ένα το άλλο. Επειδή η μεγάλη περιουσία διαχωρίζει τον άνθρωπο από τον Θεό τόσο ασφαλώς όπως και η δύναμη της βαρύτητας μας εμποδίζει να πηδήξουμε μέχρι τον πέμπτο όροφο, ακόμα και αν έχουμε μεγάλη ανάγκη.

Φαίνεται ότι τα είπα όλα ξεκάθαρα, αλλά ίσως χρειάζεται να συνοψίσουμε: ας μάθουμε να ζούμε έτσι ώστε τίποτα να μην μπορέσει να μας διαχωρίσει από τον Θεό, ώστε να μην στερηθούμε την δυνατότητα να ζήσουμε και να ενεργήσουμε τώρα αμέσως, να ανταποκριθούμε σε μια θλίψη του πλησίου μας και στην ανάγκη της κοινωνίας με την ετοιμότητα να συμμετάσχουμε σε μια κοινή και χρήσιμη προσπάθεια. Ας ζούμε έτσι ώστε να μην μπερδεύουμε την θεία χάρη με την γήινη ευπορία, ώστε να έχουμε τις αξίες που είναι σπουδαιότερες από τη δική μας ευχαρίστηση και πιο σημαντικές από τα καπρίτσια των παιδιών μας. ΄Ωστε ο πιο σπουδαίος από την Βασιλεία των Ουρανών να είναι μόνο ο ίδιος ο Θεός.