Λέβ Καραχάν: «Το πρόγραμμα του φεστιβάλ στις Κάννες είναι υπαρξιακές διακοπές»
Βλαντιμίρ Λεγκούντα
Διαβάστε περισσότερα

Για την ταινία του Λάρς φον Τρίερ που δε θέλαμε να τη βλέπουμε μέχρι το τέλος, και για το μεταμοντερνισμό που δεν έχει τελειώσει. Για τη μη σοβιετική ταινία «Η κόκκινη καλίνα» του Βασιλείου Σουκσίν και για τη νέα ταινία του Κοντσαλόβσκι «Η αμαρτία».  Για την κοινωνία εμπειρογνωμόνων και τις φθαρτές έννοιες. Για αυτά και πολλά άλλα πράγματα μίλησαν ο κριτικός του κινηματογράφου Λέβ Καραχάν και ο Βλαδίμιρ Λεγοίδα στο πρόγραμμα «Παρσούνα». 


Καλημέρα σας, αγαπητοί φίλοι, συνεχίζουμε να ζωγραφίζουμε τα πορτραίτα των συγχρόνων μας, σήμερα ο προσκαλεσμένος μας είναι ο Λέβ Μαράτοβιτς Καραχάν. Αγαπητέ Λεβ Μαράτοβιτς, καλημέρα σας.

Καλημέρα.

Σας ευχαριστώ ότι ήρθατε, από καιρό θέλω να σας μιλήσω, και έχω πολλές ερωτήσεις. Ξέρετε ότι έχουμε πέντε μέρη: η πίστη, η ελπίδα, η υπομονή η συγχώρηση και η αγάπη, είναι τόσο απλά θέματα. Έχουμε μία τέτοια δυνατότητα, μία ερώτηση του προσκαλεσμένο, όταν σας φαίνεται ότι φθάνει, μπορείτε...

Κουράστηκα από ερωτήσεις.

Ναί, να πείτε, κουράστηκα. Αυτές είναι όλες οι κανόνες. Το μόνο είναι ότι πρίν να αρχίσουμε με το πρώτο θέμα, θα σας παρακαλέσω σύμφωνα με την παράδοση σαν να συστείνετε τον εαυτόν σας. Όταν λέω «σαν»το κάνω με σκόπο, να μήν συστήνετε τον εαυτό σας επίσημα, αλλά να πείτε ποιός είστε;

Ξέρετε, δεν θα σας ψεύσω, έχω δεί τα προγράμματα σας, και ήμουν έτοιμος για αυτή τη ερώτηση. Θα ήθελα να μένω ο Λέβ Καραχάν, να σας πώ την αλήθεια, γιατί όλα τα ονόματα σαν «το σκεφτόμενο καλάμι», η «ο άνθρωπος της βροχής», κάπου κοντά θα είναι και ο «Τσινγκατσκούκ ο μεγάλος δράκων». Αντιμετωπίζω πολύ καλά τους Ίνδιανούς, αλλά άν όλοι οι προσκαλεσμένοι μας θα είναι μία τέτοια φιλή, θα τοποθετίσουμε σε κάποια σκοτεινή σειρά που δεν προσαρμόζεται στο θέμα της ομιλίας μας, αφ’ όσο καταλαβαίνω.


Η πίστη


Ο Ζανούσσι είπε κάπως για την ταινία «Τα πάθη του Χριστού» του Μέλ Γκίμπσον, δεν μπορώ να είμαι δύο ώρες στο πολύθρονα και να βλέπω πως ο Χριστός σταυρώνεται. Συμφωνείτε μ’αυτό η όχι;

Εξαρτάται από την κινηματιγραφική εμπειρία. Νομίζω ότι δεν είναι θέμα πίστης, άν μπορείς να κάθεσαι και να βλέπεις αυτή τη ταινία. Είδα αυτή τη ταινία από την αρχή μέχρι το τέλο όχι γιατί με προσελκούσε τόσο πολύ η ιδεολογία της, αλλά γιατί είμαι υπεύθυνος σαν κριτικός. Είχα και πιο δύσκολη εμπειρία, να σας πώ την αλήθεια, «Το σπίτι που κτίστηκε από τον Τζέκ» του Λάρς φον Τρίερ—είναι ίσως η μόνη φορά όταν ήθελα να βγώ έξω, αλλά ήθελα να καταλαβαίνω που θα μας φέρει αυτή η ιστορία, γιαυτό το έβλεπα μέχρι το τέλο, αλλά υπήρχαν κάποιες στιγμές της κριτικής αντίληψης όταν ήθελα να βγώ έξω. Όσο αφορά το...

Με συγχωρείτε, ήταν η μόνη περίπτωση στη...

Ναί, πιθανώς, γιατί συνήθως βλέπω τις ταινίες μέχρι το τέλος για να έχω ένα πλήρη πίνακα. Γιατί αυτή η άποψη από επιφάνεια, είναι σε καμία περίπτωση από επιφάνεια, άν και είσαι με μεγάλη εμπειρία και έχεις δεί πολλές ταινίες, είναι πολύ σημαντικό πώς τελειώνεται η ταινία, γιατί άν υπάρχει η αρχή και το τέλος, αυτό σημαίνει ότι η ταινία είναι φτιαγμένη. Και άν φθάνεις στο τέλος, και δεν υπάρχει, η έχει πέντε η έξη τέλη, είναι κατανοητό ότι ο άνθρωπος δεν ήξερε πολύ σωστά τί ήθελε να πεί.

Και στο Τρίερ είχε τέλο;

Ναί, στο Τρίερ είχε τέλο, βεβαίως, αυτός είναι ένας πολύ καλός καλλιτέχνης από αισθητική πλευρά, ένας από τους καλύτερους σημερινούς σκηνοθέτες. Αλλά οι μέθοδοι της πρόσκλησης του θεατή που χρησιμοποιεί, καμιά φορά είναι πολύ τραυματικοί ακόμα και για ένα πολύ έμπειρο μάτι. Είπατε, άν πρέπει να βλέπουμε τον Μέλ Γκίμπσον, η δεν πρέπει, άν είναι πειρασμός η δεν είναι, αλλά μου φαίνεται ότι δεν έχει σχέση με την πίστη ως τέτοια, η πίστη είναι αυτό που είναι μέσα σου και δεν επηρεάζεται από τη στιγμιαία εμπίπτωση, είναι κάτι σταθερό. Όλοι εμείς ξέρουμε το «Πιστεύω», δεν έχει μία τυχαία ονομασία, γιατί είναι η εσωτερική μας προσέλκυση, που είναι πάντα μαζί σου, σαν η βαρύτητα της γής.

Βεβαίως είναι έτσι, αλλά αυτός μιλούσε για μία ταινία για τον Χριστό. Δεν καταλαβαίνετε, γιατί το είπε ο Ζανούσσι;

Το καταλαβαίνω αλλά μου φαίνεται ότι είναι διάφορα πράγματα, γιατί μπορεί να πειράζει την πίστη σου, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι η πίστη θα κινηθεί απ’ αυτό.

Ξέρετε, μου φαίνεται ότι αυτός μιλούσε όχι για ένα πειρασμό της πίστης, αλλά ότι γενικώς υπάρχουν πράγματα που πιθανώς... το κατάλαβα έτσι που δεν πρέπει να τα προσεγγίζετε. Γενικά, νομιζετε ότι η ταινία είναι στο θέμα του Ευαγγέλιου;

Μήπως υπάρχουν απαγορευμένα θέματα;

Πώς το αντιμετωπίζετε;

Νομίζω ότι δεν υπάρχουν απαγορευμένα θέματα, όλα εξαρτώνται από το επίπεδο της καλλιτεχνικής λύσης.

Ναί, το καταλαβαίνω, εννοώ ακριβώς μία ταινία σε ευαγγελικό θέμα.

Στα θέμα του Ευαγγέλιου επίσης, αλλά έχει πολύ ελαιογραφία γύρο τα θέματα του Ευαγγέλιου, όταν δεν καταλαβαίνεις τι συμβαίνει στη οθόνη.  Ο Μέλ Γκίμπσον προσπαθούσε να προτέινει τη  δική του αντίληψη, που είναι πολύ κοινή. Το θέμα ήταν όχι αυτά τα πάθη που επιζεί ο Ιησούς, το θέμα είναι ότι ο τονισμός είναι στο σώμα, στα σωματικά πάθη, και σ’αυτή τη έννοια το κύριο πράγμα αφαιρείται, η αλήθεια. «Είμαι η Αλήθεια»--και εκεί είναι για μας το «Πιστεύω», στη προσευχή, είναι ο σύμβολος της αλήθειας. Γιαυτό όταν γίνεται λόγος για τέτοια καθαρά σωματική επιβίωση της εμπειρίας του Χριστού στη ταινία, αυτό απίστευτα εμφτωχιάζει την εικόνα, που σχετίζεται πρωτ’ απ’ όλα με την αλήθεια. Ξέρετε, είχα μία τέτοια εμπειρία στη ζωή μου: η γυναίκα μου έκανε ένα βιβλίο με τον πατέρα Μαξίμ Κοζλόβ, είναι αρκετά γνωστό βιβλίο, «400 ερωτήσεις». 

Ναί, ναί, πολύ καλό...

Και εκτός από τις δικές της ερωτήσεις, αυτή ερώτησε όλους γύρο της, τι θα ερώτησαν. Και ο υιός μας είπε: «Ερώτησε τον πατέρα Μαξίμ, τί θα ηρώτησε το Χριστό άν θα Τον συναντήθηκε;» Και ο πατήρ Μαξίμ σκέφτηκε και απάντησε: «Τί να Τον ερωτήσω όταν όλα είναι ξεκάθαρα;» Αυτή η τέλεια καθαρώτητα, η αληθεινότητα της κατανόησης σου δεν πρέπει να φίγει, δεν πρέπει να αποφεύγει στην ομιλία για τον Χριστον και στα θέματα του Ευαγγέλιου, γιατί αλλιώς ερχόμαστε σ’ αυτά που επιβίωσαν οι μεγάλοι άνθρωποι του 19ου και 20ου αιώνα, όπως ο Τολστοί και ο Τσέχοβ, οι οποίοι έπαισαν ένα τόσο δύσκολο ρόλο στις αντιλήψεις της πιστεως, που υπάρχουν τώρα, ιδιαίτερα ο Τσέχοβ. Μου φαίνεται ότι υποτιμούμε το τεράστιο ρόλο που έπαιζε στη σημερινή συνείδηση των διανοούμενων ο Τσέχοβ…

Πού συγκεκριμένως;

Πάντα άκουσα από τις γιαγιάδες μου αυτά τα περίφημα του Τσέχοβ «Ταραρομπούμπια, κάθομαι σε μία τούμπα», και «Ο Επιχόντοβ έσπασε το σύνθημα του», αλλά αυτό είναι επιφανειακά πράγματα. Αλλά πράγματι αυτός ο εσωτερικός αθεισμός που ήταν χαρακτηριστικός για αυτούς, ήρθε με τον Τσέχοβ, και η θεωρία των μικρών πράξεων στην οποία βασίζεται όλη η αισθητική του Τσέχοβ, συνδέεται με την απομάκρυνση από τις μεγάλες ερωτήσεις, με μία προσπάθεια να δίνει συγκεκριμένες, ή όπως έλεγε ο Τσέχοβ, «πρακτικές» απαντήσεις σε γενικές ερωτήσεις. Αλλά οι γενικές ερωτήσεις είναι οι ερωτήσεις για την αλήθεια και για την πίστη, για το σε τι πιστεύουμε. Και όταν κατεβαίνουμε.. είναι μία ισχυρή λέξη, όταν περιορίζουμε την ομιλία για γενικά θέματα με πρακτικές απαντήσεις, φτωχούμε την κατανόηση μας και την πίστη μας.

Σας φαίνεται ότι στον Τσέχοβ καθόλου δεν υπάρχουν αυτά τα γενικά θέματα; Και όλες οι προσπάθειες, και η επανεξέταση του Τσέχοβ σήμερα, δεν ξέρω από χριστιανική άποψη, και η ζήτηση χριστιανικής έννοιας—μήπως σας φαίνονται ψεύδεις;

Εχ, μου φαίνονται λίγο ιδεαλιστικά σε σχέση με τον Τσέχοβ, γιατί ο Τσέχοβ ο ίδιος είπε καθαρώς ότι ο είδος ενός πιστού διανοούμενου τον θαυμάζει. Για αυτόν ήταν ασύμβατες έννοιες. Αυτό δεν μειώνει τα πλειονεκτήματα του Τσέχοβ ως καλλιτέχνη, αλλά η ιδεολογία του συχνά κρύβεται από μας, και προσπαθούμε να τα προσαρμόσουμε προς τα σήμερα, ιδιαίτερα όταν χρειάζεται ιδεολογικά. Αλλά πράγματι ο Τσέχοβ έπαιζε μεγάλο ρόλο για να κάνει την πίστη που σχετίζεται με την μεταφυσική, ένα πολύ πρακτικό ηθικό έργο, αυτό είναι βεβαίως πολύ σημαντικό, ιδιαίτερα σ’αυτό το χρόνο όταν το έκανε. Αλλά αυτό δεν μπορεί να μένει έτσι σήμερα όταν τα θέματα πίστης είναι ανοιχτά με πολύ ευρεία έννοια για μας.

Και εκτός από την ιδεολογία του συγγραφέα μήπως μπορεί να φαίνεται κάτι που έρχεται οπωσδήποτε από εκεί, μέσα του;

Βεβαίως μπορεί να έρχεται, σαν ο ήχος του ...


Η ελπίδα


Υπάρχει μία έκφραση «Ο μεγάλος Σοβιετικός κινηματογράφος». 

Ναί, υπάρχει.

Αυτό υπάρχει πράγματι, η όχι; Και υπάρχει ελπίδα ότι αυτός ο κινηματογράφος έχει η θα έχει άξους συνεχιστές;

«Να κάνουμε την Αμερική πάλι μεγάλη». Να ακολουθήσουμε τον Τράμπ. Βεβαίως ο σοβιετικός κινηματογράφος είναι μεγάλος, αυτό δεν χρειάζεται αποδείξεις, ούτε και χρειάζεται να χάσουμε το καιρό μας για να το αποδείξουμε. Αλλά άν μιλάμε για την ελπίδα, σχετίζεται περισσότερα με την ελπίδα. Γιατί η κατηγορία του παρελθόντος και ακόμα η κατηγορία του παρόντος υποτέθηκαν στη κατηγορία του μέλλοντος. Και άν μιλάμε για την σύχρονη εποχή και για το σύγχρονο κινηματογράφο, ακριβώς η κατηγορία του μέλλοντος είναι πολύ μειωμένη. Πρόσφατα διάβασα μία πολύ καλή συλλογή των συνεντεύξεων της Όλγας Σεδακόβα, πολύ καλού ποιητή και δημοσιολόγου μιλάει εκεί επίσης για την ελπίδα.

Για μένα είναι πολύ σθενή η σκέψη, ότι  για να πραγματοποίηται η κατηγορία της ελπίδας στην συνείδηση σου, πρέπει να καταλαβαίνεις την έννοια της ύπαρξης.

Γιατί άν η έννοια απουσιάζει—και σήμερα ο αγώνας ενάντιον της έννοιας είναι ίσως ο κυριότερος. Με έκπλησσε μία φράση που βρήκα στο διαδίκτυο, η περίφημη φράση του Λούθηρου «Επιμένω σ’αυτό, δεν μπορώ αλλιώς», είναι αλλαγμένο έτσι: «Επιμένω σ’αυτό, μπορώ αλλιώς», --έτσι φεύγει  το νόημα. Βρήκα ακόμα μία συμπαθητική φράση του Παστερνάκ: «Θέλω παντού να προχωρήσω μέχρι το νόημα». Σήμερα θα ακούγεται πολύ καλά άν το αλλιώσουμε «Θέλω παντού να αποφύγω απο το νόημα». Όλες αυτές οι διαδικασίες που πέφτουν σε μας σήμερα σε κάποιο άκρατο ρεύμα, και όλα σχετίζονται με την έλλειψη του νοήματος. Αυτό που ονομάζεται η εποχή του μεταμοντερνισμού, μου φαίνεται ότι δεν τέλειωσε, παρ’ όλο που πολλοί προσπαθούν να την θάπτουν, καί προσπαθούν πάρα πολύ. Αυτή η προσπάθεια, μου φαίνεται έρχεται γιατί οι άνθρωποι δεν θέλουν να δεχθούν ότι δεν είναι μία στύλη και ένα συγκεκριμένο αισθετικό γεγονός, είναι μία ιδεολογία που δεν μπορεί να φεύγει, είναι μία λογική συνέχεια αυτού που έφερε ό νέος χρόνος, όταν έβασε τον άνθρωπο στη θέση του Σωτήρα. Αυτός ο γεγονός, ιστορικός και ιδεολογικός, συνεχίζεται και σήμερα: ο άνθρωπος νίκησε, αλλά έχασε την έννοια, αυτήν την αλήθεια, για την οποία μιλήσαμε στην αρχή.

Ναί, και γιαυτό μπορεί να στέκεται έτσι, και μπορεί αλλιώς.

Γιαυτό είναι πολύ δύσκολα να μιλήσουμε για την ελπίδα, γιατί το νόημα είναι χαμμένο. Εάν ασχολούμαστε με την αλήθεια και με κατηγορίες που σχετίζονται με την αλήθεια, με την κατηγορία της πίστης, τότε το νόημα γυρίζεται. Γενικά αυτός ο κύκλος που είναι τώρα η ομιλία μας, έχουμε στο οθόνα τις λέξεις «η πίστη, η ελπίδα, η συγχώρηση, η υπομονή, η αγάπη»--μπορούμε πολύ εύκολα να βάσουμε μεταξύ τους το «γιατί». Η πίστη γιατί έχει ελπίδα, η ελπίδα γιατί έχει υπομονή, υπομονή γιατί έχει συγχώρηση, συγχώρηση γιατί έχει αγάπη. Είναι ένας κύκλος ο οποίος σίγουρα είναι ολόκληρος. 

Πρόσφατα είχα μία λογομαχία με τους γνωστούς μου για την έννοια της ζωής—μία πολύ καλή ομιλία, πολύ απλή, για μία μισή ώρα (γελάνε). Κάπως το θυμάμαι, όταν ήμουν νέος, το διατύπωσα για τον εαυτόν μου, είναι αυτοπραγματοποίηση. Δηλαδή πρέπει να εμφανίζεσαι σε ορισμένο βαθμό, για να μήν είναι όπως έλεγε ο Οστρόβσκι, «Να σου πονάει για τα χρόνια που πέρασες άσκοπα», παρ’ όλο που έχει πολλά που πέρασαν άσκοπα. Τώρα έχει ακόμα και μία έκφραση «η αναβληκότητα» και είναι αυτό που μας βασανίζει όλους, δυστυχώς, και αυτός ο χαμένος καιρός χτυπάει κάθε ένα άνθρωπο. Και εδώ σχετίζεται η δική σας μετάνοια, γιατί όταν απελευθερώνεσαι απ’ όλα αυτά, αρχίζεις κάποιο οδό, καποια κίνηση. Άν ερχόμαστε πίσω στην ερώτηση σας, πως θα ονόμασα τον εαυτό μου, θα είπα «ένας άνθρωπος που πηγαίνει», γιατί είναι πολύ σημαντικό να είσαι σε κίνηση, γιατί όταν είσαι στο τομέα της αναβλητικότητας, η κίνηση σταματίζεται. Και η κίνηση στην αλήθεια—δεν μπορείς να καταφέρνεις την αλήθεια μία φορά, πάντα κινάς προς την αλήθεια, είναι πάντα μία διαδικασία, ποτέ δεν είναι μία φορά: κατάφερες την αλήθεια, και αυτά, είσαι ελεύθερος. Κάθε φορά, κάθε στιγμή, προσπαθείς να ανακατασταθείς μέσα σου αυτή τη κατανόηση, να την προσεγγίζεις ξανά από διαφορετικά όρια της εσωτερικής σου κίνησης.

Και αυτή η ελπίδα, αυτός ο σύνδεσμος «η πίστη-η ελπίδα», πώς επανεξετάστηκε, είχατε κάποιες θέσεις, από τις οποίες αρνηθήκατε καθόλου, η κάτι άλλιωσε πολύ σ’ αυτή τη οδό, άν μιλάμε για μία οδό;

Θα σας πώ είχα ένα όνειρο, άν μπορώ να το μοιράζω, όταν ήμουν νέος, ίσως γιατί είχα εξέαση στον Ντοστογέβσκι και διάβασα πολύ. Και ήταν γραμμένο σ’αυτό το όνειρο με τέτοιες φλογερές γραμμές: «Άν κερδίζεις χρόνο—θα χάσεις το πνεύμα, άν θα χάσεις χρόνο, θα κερδίσεις το πνεύμα». Και βεβαίως μπερδεύτηκα από αυτές τις λέξεις, ειδικά από ότι δεν μπορώ να πώ ότι είναι κάποια υποσυνείδηση που τις δίνει, γιατί είναι σε μία άλλη γλώσσα. Και σκέφτηκα ότι σημαίνει «θα χάσεις το καιρό σου»--ότι δεν πρέπει να βιάζεσαι, ότι είναι όλα σχετικά μ’αυτό,  χαλάρωσε, ρελάξ. (γελάνε). Αλλά όσο περισσότερα βιώω, τόσο περισσότερα καταλαβαίνω ότι «να χάνεις το χρόνο σου» σημαίνει το ιστορικό χρόνο: άν είσαι πάρα πολύ δεμμένος με το ιστορικό σου χρόνο, άν δεν βρίσκεσαι το δικό σου προσωπικό χρόνο, τότε χάνεις το πνεύμα. Άν θα μιλήσουμε για κάποια εξέληξη, βεβαίως σχετίζεται μ’αυτό. Τώρα άρχισα να γράφω ένα μεγάλο άρθρο για μία ταινία που ήταν στο διαγωνισμό Κάννων το 2019, του Αμερικανού σκηνοθέτη Τέρρενς Μαλίκ, λέγεται «Η κρυφτή ζωή», για τον Γερμανό άγιο ασκετή Έγερστέττερ, ο οποίος αρνήθηκε να υπερητήσει στο φασιστικό στρατό, στο Νάζι στρατό, και εκτελέστηκε. Αυτός ο άνθρωπος, που οργανικά ... είναι πολύ δύσκολα να φανταστείς την λογική του, και αυτή η ταινία ελπίζω θα φθάσει σε μας, γιατί είναι απίστευτα ενδιαφέρουσα σαν εμπειρία: πως ένας άνθρωπος, ένας απλός γεωργός, άνθρωπος της εκκλησίας, της εκκλησίας, δεμμένος με την πίστη, βεβαίως, αλλά όλα αυτά ψυχολογικά είναι πολύ δύσκολα να τα καταλαβαίνεις: τι σε μπερδεύει, και αρνείσαι να υπηρετείς στο στρατό, τί είναι... Παρ’όλο που αρνήθηκαν και οι Νάζι, και εκτελέστηκαν, υπήρχαν τέτοιες περιπτώσεις, και εκτελέστηκαν. Αυτή η ψυχολογία είναι απίστευτα ενδιαφέρουσα, και το βασικό είναι ο εξιστορικισμός της εσωτερικής ύπαρξης, δεν σχετίζεσαι με το κατ’ευθίαν χρόνο, δεν χάνεις το χρόνο, αλλά είσαι ανεξάρτητος σχετικά μ’αυτό το χρόνο, με το συγκεκριμμένο χρόνο, αυτό είναι πολύ σημαντικό. Και τότε η εσωτερική σου ζωή είναι σε κάποια έννοια προστατευμένη από αυτό που συμβαίνει ἐξω από σένα.

Αλλά στη ταινία αυτό σχεδόν δεν υπάρχει, εσείς είπατε ο ίδιος, όταν κάνατε ανάλυση του προγράμματος του φεστιβάλ κινηματιγράφου των Κάννων ότι έχουν «υπαρξιακές διακοπές», ότι αυτά τα θέματα... είναι έξω απ’αυτά—έτσι κατάλαβα.

Είναι η εποχή του μεταμοντερνισμού, όλα αυτά είναι υπαρξιακές διακοπές. Φθάνοντας στο κατώφλι του άβυσσου, ο υπαρξισμός πράγματι οδηγούσε σ’αυτό, ένα από τα πρώιμα γεγονότα της επιβίωσης της υπαρξιακής κρίσεως—είναι η περίφημη «Φρίκη του Αρζαμάς» του Τολστοί. Πράγματι ήταν μία καθαρή υπαρξιαστική κρίση, σε μία πρώιμη μορφή της.

Δεν νομίζετε ότι ήταν δεμμένο με την κρίση της δημιουργίας;

Θα μπορούσε να σχετιστεί με οτιδήποτε, αλλά στην ουσία είναι μία καθαρά υπαρξιαστική κρίση. Όταν ένας άνθρωπος... νόμισε να αυτοκτονήσει—αυτή η τελεία αδυνατότητα να βασίζεσαι σε κάτι μέσα σου, όταν χάνεις το ιστορικό χρόνο, μάλλον είναι αυτό, και βρίσκεσαι σε ένα κενό. Αλλά ο υπαρξισμός οδηγούσε σε κάτι πολύ καθαρό, κατανοητό, ναί, ο θάνατος, «η ύπαρξη στο θάνατο» είπε ο Χαίδεγκερ, όπως ξέρουμε. Και ακριβώς αυτό είναι αυτό το κατώφλι, από το οποίο πρέπει να περιορίζεσαι. Πράγματι ο μεταμοντερνισμός έκανε κάτι πολύ μεγάλο—μας επίτρεπε να περιοριστούμε από το άβυσσο, που εμφανίστηκε στον άνθρωπο. Τί είναι οι υπαρξιαστικές διακοπές—αυτό σημαίνει ότι δεν πρέπει να πηδίξτε από το βράχο, αυτό σημαίνει ότι να είσαι ο εαυτός σου και να είσαι μία πνευματική  ύπαρξη—αυτό δεν σημαίνει να φίγεις από αυτό το κόσμο, δηλαδή να πεθάνεις. Αυτό σημαίνει ὀτι μπορέις να ζείς και στην άκρη. Υπάρχει μία καταπληκτική Νεα Ζηλανδική διασκεδίαση, την ξέρετε, είναι το μπάνδζι-ντάμπινγκ, όταν οι άνθρωποι πηδούν από γέφυρες, και επιπλέον, εκεί, στον Όκλεντ είδα ότι πηδούν, το είδα στη Νέα Ζηλανδία, πηδούν  από το πύργο τηλεόρασης. Μπορείτε να φανταστείτε ένα πήδημα από το πύργο του Οστάνκινο; Τί είναι αυτό; Είναι ένα καθαρό παιχνίδι με το άβυσσο: πηδάς, και η λαστιχένια ζώνη σε ρίχνει. Όλος ο μεταμοντερνισμός συγκεντρώνεται σ’αυτό: η μεταμόρφωση του θάνατου η του κίνδυνου σ’ένα αξιοθέατο—εμείς πράγματι σήμερα βρισκόμαστε σε ένα τεράστιο πάρκο διασκέδασης, και προλάβουμε καλά να ασπιστούμε τον εαυτό μας από αυτό το άβυσσο—στο κατώφλι του οποίου βρισκόμαστε, άν δεν βασίζουμε σε κάτι άλλο μέσα μας, άν δεν έχουμε  ιδέα για την αλήθεια, τουλάχιστον το «Πιστεύω».