Φρεδερίκα δε Γράαφ: «Φοβάμαι από τις κατσαρίδες και από τους αξιωματούχους»
Διαβάστε περισσότερα

Για τη δουλειά στο άσυλο και την προετοιμασία για...τη ζωή. Για την ομιλία με τους πεθαμένους συγγενείς και το φόβο θανάτου σε ένα πιστό άνθρωπο. Για το άν χρειάζεται η λέξη «πρέπει»στη θρησκευτική ζωή και για τη χαρά του χριστιανισμού. Για αυτά και πολλά άλλα μίλησαν ο ιατρός του άσυλου Φρεδερίκα δε Γράαφ και ο Βλαδίμιρ Λεγοίδα.


Γειάσας, τίμιοι φίλοι, συνεχίζουμε να ζωγραφίζουμε τα πορτραίτα των συγχρόνων μας. Σήμερα η προσκαλεσμένη μας είναι η Φρεδερίκα δε Γράαφ. Γειάσας, αγαπητή Φρεδερίκα.

Καλημέρα.

Χαίρω πολύ να σας χαιρετήσω στο στούντιο μας.

Σας ευχαριστώ.

Θα σας υπενθυμίσω, και στους τίμιους θεάτες μας, ότι έχουμε πέντε θέματα: η πίστη, η ελπίδα, η υπομονή, η συγχώρηση και η αγάπη. Όπως σας είπα, πρίν να αρχίσουμε το πρώτο μέρος, έχουμε μία παράδοση: πάντα παρακαλώ τον προσκαλεσμένο να συστήνει τον εαυτόν του. Νομίζω ότι δεν πρέπει να εξηγήσω τί είναι, να συστήνεις τον εαυτόν σου όχι από την επαγγελματική πλευρά, όχι από τι είναι η δουλειά σου, αλλά από το ποιός είσαι. Όπως και εσείς σήμερα, εδώ και τώρα απαντήστε στην ερώτηση: ποιά είμαι;

Είναι μία δύσκολη ερώτηση, γιατί... δεν ξέρω, ξέρω ότι δεν ξέρω ποιά είμαι, ξέρω μόνο τί μπορώ να μαθαίνω με τον Χριστό, αλλά ποιά είμαι—δεν το ξέρω.

Δηλαδή είστε σε μία διαδικασία γνώσεως, η αυτό δεν πειράζει;

Νομίζω ότι έιναι και τα δύο. Νομίζω ότι είναι σημαντικό, αλλά όχι να σκεφτείς για τον εαυτό σου, αλλά ποιός είμαι, ο δέσποτης ο Αντώνιος του Σούροζ λέει για αυτό: ποιός είμαι—αυτό το βαθύ «εγώ» που είναι δεμμένο με τον Χριστόν και μπορεί να γνωρίζεται μόνο στο Ευαγγέλιο. Αυτό δεν είναι επιφανειακά, που είναι το έγω και μία προσωπικότητα η οποία πάντα σκεφτεί για τον εαυτό της απέναντι στους άλλους. Νομίζω ότι άν θα μιλήσω για τον εαυτό μου, πρέπει να μάθω να αφήσω όλα τα εξωτερικά, για να μπώ μέσα και να γνωρίσω με τον Χριστό και στη προσευχή και την ησυχία—ο δεσπότης μιλάει πολλά για αυτό—να μαθαίνω ποιά είμαι. Είναι δύσκολο να το περιγράφω, γιατί σ’αυτό το βάθος που είναι πιθανώς ο ίδιος ο Χριστός, ο Θεός, και ποιά είμαι σ’αυτή τη έννοια, δεν μπορώ να πώ, μπορώ να πώ από τα εξωτερικά, αλλά αυτό δεν είναι ενδιαφέρον για τη ζωή.

Η Πίστη.

Σε συνέχεια αυτού που αρχίσαμε να συζητήσουμε: συχνά μιλάτε στις συνεντεύξεις σας, ότι σε μας δυστυχώς ακόμα μεταξύ τους πιστούς ανθρώπους λίγοι είναι με μιά βαθιά εξωτερική εμπειρία της συνάντησης με τον Χριστόν. Έχει υπέροχες λέξεις με τις οποίες συμφωνώ απολύτως, λέτε ότι η πίστη δεν είναι μία θεωρία, δεν είναι για τον Θεόν, αλλά είναι μία εμπειρία πως να είσαι μαζί τον Θεόν, δεν είναι ένα εξωτερικό επίπεδο: η ιεροτελεσία, οι παραδόσεις, η φιλοσοφία—συμφωνώ με όλα. Αλλά από την άλλη πλευρά το εξωτερικό—η ιεροτελεσία, οι παραδόσεις και η φιλοσοφία είναι επίσης μία ζωή με τον Θεό, δεν είναι;

Νομίζω ότι μπορεί να είναι μία ζωή με τον Θεόν, αλλά άν είναι μόνο με το μυαλό, τότε δεν είναι αρκετά βαθύ. Νομίζω ότι οι ιεροτελεσίες άν εκφράζουν το εσωτερκό κόσμο, η ιεροτελεσία δεν είναι απλώς μία κενότητα, άν προέρχεται από το εσωτερικό κόσμο, τότε μπορεί να πάρει θέση. Άν η φιλοσοφία για μένα έχει την ρίζα της μέσα στον άνθρωπο και βοηθάει σε κάποιο βαθμό να ξεχάσεις για τον εαυτόν σου, και να μπαίνεις όπως λένε μέσα τον εαυτόν σου, να βρείς το γνήσιο εσένα και τον Θεόν—τότε έχει νόημα. Δεν λέω ότι η φιλοσοφία δεν έχει νόημα, αλλά άν είναι μόνο στο επίπεδο του νού, για μένα δεν αρκεί, και κάτι θα λείπει.

Ξέρετε, μου φαίνεται ότι νομίζετε—μπορεί να λείπει μία πράξη, γιατί... μπορώ να πώ για τον εαυτό μου, αφ’ όσο η δική μου πορεία, ελπίζω ότι είναι προς τον Χριστόν, πάντα ήταν μέσα το κεφάλι, και ακριβώς μέσα τη φιλοσοφία, στην αρχή μέσα τον Ντοστογέβσκι. Αλλά καταλαβαίνω ότι πολλά χρόνια έχουν περάσει, πολλά έχω πεί και γράψει για τον Θεό, αλλά άν είμαι πιο κοντά σ’ Αυτόν—δεν το ξέρω, και δεν το βλέπω σ’αυτά που κάνω, ίσως αυτό είναι το θέμα...

Ναί, αυτό είναι πολύ σημαντικό, μου φαίνεται, αλλά μία πράξη πάλι από μέσα με τον Χριστό, για να μπορέσουμε να ζήσουμε μ’ Αυτόν, όπως ο Ίδιος είπε. Άν είναι χωρίς πράξεις, τότε δεν είναι αρκετά βαθύ, θα είπα ότι δεν έχεις ρίζες, πρέπει να έχει ρίζες, αλλιώς δεν έχει...δεν όδηγεί στον Χριστόν και μετά μαζί Του και σ’ Αυτόν—σε μία ενεργική ζωή, νομίζω ότι τότε έιναι μάταια.. Αλλά άν μας οδηγεί, άν η φιλοσοφία μας οδηγεί στην κατανόηση, ότι οι ίδιοι δεν μπορούμε τίποτα και μόνο στο Θεό μπορείς να ζείς και να βρείς τον εαυτό σου, τότε έχει νόημα. Νομίζω ότι ίσως είναι τα πρώτα βήματα για να σκεφτόμαστε για το νόημα της ζωής και το νόημα των εαυτών μας και να εισάγουμε περαιτέρω. Αλλά άν είναι μόνο στο εξωτερικό επίπεδο—λείπει, λείπει μία δυνατότητα της συνάντησης. Και πού είναι το εσωτερικό μου «εγω»; Νομίζω ότι—το λέω για τον εαυτό μου—μπορείς να διαβάζεις πάρα πολλά, αλλά αυτό δεν σου δίνει μία πείνα για τον Θεόν, τότε είναι απλώς γνώσεις, αλλά δεν εμβαθύνεται στο νόημα ότι θέλω να είμαι μ’Αυτόν, να Τον γνωρίσω, να Τον αγαπήσω βαθύτερα, ίσως είναι μία μεγάλη λέξη. Άν δεν οδηγεί σ’αυτό, τότε δεν έχει νόημα, μου φαίνεται.

Ξέρετε, εδώ έχω μία δική μου προσωπική και πολύ δύσκολη ερώτηση: εμείς, πράγματι είναι πολύ σημαντικό, όταν λέμε ότι πρέπει να συναντήσουμε τον Χριστόν και να είμαστε μαζί Του. Καμιά φορά μου φαίνεται, ίσως δεν έχω δίκαιο, ότι εμείς σαν να κρύψόμαστε πίσω από αυτά τα λόγια. Τί εννοώ: διάβασα προσεκτικώς αυτές τις συνεντεύξεις σας, και εσείς επίσης λέτε, και ο δεσπότης Αντώνιος το είπε για αυτή τη εσωτερική συνάντηση. Μπορούμε να πούμε κάτι άλλο για αυτή εκτός από το ότι μπορεί να συμβαίνει; Έψαξα στις συνεντεύξεις σας την απάντηση, τί έχω βρεί: είπατε ότι το πρώτο βήμα σας ήταν ο Ντοστογέβσκι ο οποίος σας έδειξε ότι υπάρχει ένα τέτοιο χώρο, δεν είναι;

Ναί.

Και μετά ρωτήσατε τον δεσπότη Αντώνιο: «Πώς να βρώ την οδό προς την καρδιά;» Και σας είπε: «Θα ψάξουμε.» Μπορείτε να πείτε πότε καταλάβατε ότι βρήκατε αυτή τη οδό, ότι η συνάντηση συμβαινότανε; Τί έγινε, όταν καταλάβατε. Ότι χθές δεν την είχε αυτήν την συνάντηση, και σήμερα την έχει; Ή δεν μπορείτε να μιλήσετε για αυτό;

Μπορώ. Αλλά δεν είναι έτσι. Νομίζω ότι έγινε σιγά-σιγά, μέσα στην εκκλησία—όχι απ’ έξω, αλλά με την προσευχή, για να είναι από μέσα. Η συνάντηση είναι μία πολύ μεγάλη συναίσθηση ότι είμαστε μαζί, ότι Αυτός ενεργεί, ότι Αυτός δείχνει... την οδό. Είναι ένας μέγας λόγος επίσης, αλλά... είναι δύσκολο να το εξηγήσω. Δεν είναι έτσι: τώρα το έχει και χθές δεν το είχε, είναι βαθμιαία... Νομίζω ότι είναι ανάλογα με όταν αγαπάς κανένα, η συναντάς τον άνθρωπο που δεν τον ξέρεις και τον γνωρίζεις βαθμιαία περισσότερα και περισσότερα, και το εξώτερικό φεύγει και με τα χρόνια από μέσα έρχεται μία ενότητα. Αλλά δεν είναι ξαφνικά: εδώ τώρα ήταν: σε μένα δεν είναι έτσι, βαθύνεται σιγά-σιγά... Ο δεσπότης μία φορά μου είπε: «Μήν ζητάς το αποτέλεσμα, αυτό δεν θα σου δωθή, δεν θα σε δωθεί να δείς το αποτέλεσμα». Είναι έτσι, άν στη δουλειά σου η στη ζωή σου, ακόμα και στη πνευματική ζωή, άν και δεν δείς τίποτα, αλλά βλέπεις ότι αυξάνεται...

Με συγχωρείτε, ισχύει για κάθε ένα αποτέλεσμα, δεν είναι;

Κάθε ένα αποτέλεσμα, πιθανώς, άν κάνεις κάτι φυσικό, μπορείς να το δείς, αλλά αυτός μιλούσε για την πνευματική ζωή. Δεν θα σου δείξει τί είναι, και κατά μία έννοια βαδίζεις όλο το καιρό σε ένα έρημο, και τό μόνο που έχεις είναι η πείνα σου για τον Χριστό, μία λαχτάρα να είσαι μαζί Του, και αυτό αυξάνεται. Μου φαίνεται ότι η συνάντηση ήταν τότε, αλλιώς δεν μπορείς να ψάχνεις κάποιον τον οποίον δεν ξέρεις, δεν είναι;

Διάβασα σε μία συνέντευξη Σας, λέγετε ότι «το καθήκον μας δεν είναι να μιλήσουμε για τον Θεόν, αλλά νε είμαστε σε συγκοινωνία μ’ Αυτόν, και αυτό είναι πολύ πιο δύσκολο». Η ερώτηση μου είναι η εξής: για παράδειγμα, εγώ μιλάω για πολλά χρόνια για τον Θεό, και συχνά ρωτάω τον εαυτό μου, μήπως έχω δίκαιο να το κάνω; Ιδιαίτερα όταν καταλαβαίνεις ότι έχεις κάνει κάτι ανάξιο σε κανένα, να καλέσουμε τα πράγματα με τα ονόματα τους: κάτι ανάξιο για ένα χριστιανό. Και συνεχώς ρωτάω τον εαυτό μου, δυστυχώς για πολλά χρόνια: ποιό δίκαιο έχεις να εκδώσεις ένα περιοδικό, να έρχεσαι σ’ αυτό το στούντιο, αφ’ όσο δεν ζείς με τον τρόπο που μιλάς. Ίσως πρέπει λιγότερο να μιλήσω για τον Θεό, τι σκεφτείτε; Δεν είναι μία κενή ερώτηση, πράγματι με βασανίζει.

Δεν ξέρω. Ο δεσπότης επίσης έθεσε στον εαυτόν του την ίδια ερώτηση, είπε ότι μιλάει για πράγματα που ο ίδιος δεν τα εκτελεί  μέχρι το τέλος, αλλά κάποιος πρέπει να μιλήσει. Νομίζω ότι στο τέλος της ημέρας μπορώ να πώ: «Θέε μου, αυτά που είπα σήμερα και ήταν χρήσιμο για τον άνθρωπο είναι δικό Σου, και αυτά που ήταν εσφαλμένο, ζητώ συγγνώμη, να το ξεχάσουν». Μιά φορά ο δεσπότης μου είπε με αυτούς τους λόγους, και τότε μπορώ να είμαι ήσυχη, μπορώ να πώ: «Κύριε, είμαι τόσο μακριά από αυτά που μιλάω, δός μου να μεγαλύνω σ’αυτή τη διεύθυνση». Μίλησε για αυτά όταν ένας άνθρωπος σου λέει: «Είσαι πολύ καλός» και σκεφτείς: δεν είναι έτσι. Άν λές «Όχι, δεν είμαι καλός» λέει: «Αχ, είναι επιπλέον και ταπεινός». Κάποιος έχει πεί: «Μήν το κάνε, μπορέις να πείς: Θέε μου, αυτοί σκεφτούν ότι είμαι καλός, θα μεγαλύνω, για να γίνομαι όπως αυτοί με βλέπουν». Μου φαίνεται ότι έτσι μπορούμε να σκεφτόμαστε όταν μιλάμε για τον Θεόν, αλλά μπορούμε να ελεγχόμαστε τον εαυτόν μας επίσης, νομίζω, ότι μιλάω και πράγματι ξέρω...

Και πώς να το ελέγχης;

Για τον εαυτόν σου, όταν είσαι μόνος σου: τί έχω πεί σήμερα, τί ακριβώς είπα, το ξέρω από εμπειρία. Και μετά να μετανοήσεις η να ζητάς να γίνεται εμπειρία. Νομίζω ότι είναι σημαντικό.

Πέστε μας, σας παρακαλώ: αυτή η οδός, αυτή η συνάντηση, πως άλλαξε με τα χρόνια; Είχατε περιόδους που μπορέιτε να καλέσετε δοκιμή της πίστης, όταν θέσατε στον Θεό ερωτήσεις, όταν αμφιβητήσατε, είχατε τέτοιες στιγμές;

Όταν βλέπεις πάρα πολή ταλαιπωρία, γνήσια ταλαιπωρία των ανθρώπων, δεν αμφιβάλλω αλλά καμιά φορά σκέφτομαι: «Κύριε, γιατί είναι έτσι;» Και οι ευσεβείς λένε: «Είναι μία κάθαρση από τις αμαρτίες, αλλά ο δεσπότης δεν έσκεψε έτσι, δεν το είπε τουλάχιστον. Μπορείς να στέκεσαι με ένα κλάμα από τη καρδιά και να λές: «Δεν σε καταλαβαίνω, αλλά ποτέ δεν είχα αμφισβητήσεις σ’ Αυτόν, καμιά φορά είχα ρωτήσεις: γιατί τόση ταλαιπωρία; Και νομίζω ότι άν συμπονούμαστε με τον άνθρωπο, ίσως ο λόγος είναι εκεί, ίσως το θέμα είναι να είσαι δίπλα του. Την ερώτηση άν υπάρχει ο Θεός η όχι, δεν την έχω, αλλά καμία φορά είναι μακριά, και αυτό που συζητήσαμε,  η νοστάλγια ότι θα Τον προσεγγίσουμε και κοινωνίσουμε μ’ Αυτόν. Ὀπως ο δεσπότης συχνά λέει: δεν είναι μόνο αυτό να πιστεύεις, αλλά να είσαι μαζί Του. Έχω αυτή τη συγκίνηση, αλλά δεν έρχεται εύκολα.

Η Ελπίδα.

Εσείς είπατε, και ο δεσπότης Αντώνιος έλεγε για αυτό, ότι οι ψυχολόγοι σήμερα λένε ότι μπορούμε να προετοιμάζουμε ένα άνθρωπο στο θάνατο, δεν είναι σωστό, γιατί δεν μπορούμε να προετοιμάσουμε τον άνθρωπο για κάτι που δεν το έχουμε ζήσει οι ίδιοι...

Ναί, ναί.

Καί ακολουθόντας τον δέσποτα λέτε ότι πρέπει να προετοιμάσουμε τον άνθρωπο για την ζωή. Έχω μία ερώτηση: πώς μπορείτε να προετοιμάσετε τον άνθρωπο για τη ζωή άν του έχουν πεί ότι του έλειπε—και είναι μάλλον αλήθεια—ότι του έμεινε ένα μήνα η μία βδομάδα;

Ναί δεν είναι μία ζωή με πεζά, είναι η Ζωη και η Αιωνιότητα, δηλαδή ο Χριστός , η αιωνιότητα είναι ο Χριστός, όχι με λόγους, αλλά...δεν μπορώ να πώ ότι εγώ είμαι έτσι, αλλά ο Δεσπότης σίγουρα ήταν, με την ησυχία σου απέναντί την ταλαιπωρία, το θάνατο, την μετάβαση, με την προσευχή σου, σιωπηλά, με το να είσαι δίπλα στο άνθρωπο να του παραδώσεις το εσωτερικό σου κόσμο, άν το έχεις. Και τότε αυτό δείχνει ότι υπάρχει ένας άνθρωπος που δεν φοβάται—αυτό είναι το πρώτο. Και το δεύτερο—άν έχει μία αίτηση, μπορείς να μήν κηρύξεις, αλλά άν ο άνθρωπος το θέλει,--να του λές ότι αυτό δεν είναι το τέλος, είναι η αρχή μίας τελείως διαφορετικής ζωής. Αλλά άν δεν μπορεί να το βλέπει σε μένα, τότε οι λέξεις μου είναι μάταιες. Καμιά φορά, χθές ήμουν επίσης στο άσυλο, και ένας άνθρωπος φεύγει δύσκολα, και είμαι απλώς δίπλα του και τον βλέπω στα μάτια, και αυτό με βλέπει συνεχώς, καμιά φορά θαυμάζοντας, και με βλέπει, με βλέπει. Μπορώ να πώ μέσα μου: «Θέε μου, να χύσεις την αγάπη Σου σ’ αυτόν, για να μήν φοβάται, και να τον αποδεχθείς, είναι παιδί Σου». Νομίζω ότι από την παρουσία μας... και γιαυτό η προσευχή είναι τόσο σημαντική, γιατί άν δεν έχει προσευχή, δεν μπορούμε να παραδώσουμε την παρουσία του Χριστού—είναι τόσο μεγάλοι λόγοι. Τώρα ελέγχω τον εαυτό μου, όπως λέτε, αλλά είναι το μανδικό που μπορούμε να δώσουμε στον άνθρωπο: να μήν φοβάται, την συμπονία μας, άν την έχουμε, την ανοιχτή μας καρδιά, και να είσε με τον άνθρωπο και να του παραδώσεις ότι δεν είναι το τέλος, είμαι μαζί σου, δεν είναι το τέλος, άν το ζητεί. Καμιά φορά μπορεί να σας ρωτήσει: «Πώς σας φαίνεται—η ζωή συνεχίζεται η είναι το τέλος;» Συνήθως οι άνθρωποι άν και είναι πιστοί, ορθόδοξοι, λένε: «Ε, έχει εκεί κάτι»--και είναι τόσο θλιβερό αυτό, ο άνθρωπος έχει κοινωνήσει όλη τη ζωή του, και λέει «κάτι έχει εκεί». Τόσο σπάνια ο άνθρωπος ξέρει ότι εκεί είναι ο Χριστός και η συνάντηση μ’ Αυτόν θα είναι μιά χαρά, όχι κάτι φοβερό όπως εδώ, έχει πολύ φόβο, πολύ φόβο—και είναι σπάνιο. Αλλά νομίζω ότι μόνο με την παρουσία μας μπορούμε να το παραδώσουμε ότι η Ζωή με κεφαλαίο γράμμα συνεχίζει. Βεβαίως μπορώ να συμφωνήσω, είναι δύσκολο, οι άνθρωποι λένε «δε θέλω να πεθάνω», και μπορούμε να το συζητήσουμε βεβαίως, αλλά άν είναι ένα τέλος για τον άνθρωπο, τότε δεν μπορείς να το δεχθείς, δεν μπορέις να το υποφέρεις.

Πολλοί ασκητές έλεγαν: «να θυμήσεις την ώρα θανάτου», αλλά και οι ειδολολάτροι το έλεγαν: το memento mori είναι μία προχριστιανική ιδέα. Και άν απλώς το λέμε «να θυμηθείς την ώρα θανάτου»--είναι σημαντικό, αλλά δεν είναι τα πάντα. Είπατε, σε κάποια συνέντευξη, ότι είναι σημαντικό να θυμηθείς όχι το θάνατο, αλλά τη ζωή—είναι αυτό για το οποίο μιλήσατε τώρα, για την Ζωή με κεφάλαιο γράμμα;

Για την ζωή με κεφάλαιο γράμμα, ναί, και μπορείς να πείς στον άνθρωπο, ότι «αγαπάτε την γυναίκα σας;»--άν είναι ένας άντρας—«αλλά αυτή η αγάπη συνεχίζεται», για να ξέρει ότι δεν είναι το τέλος, είναι μία εμπειρία, την οποία αυτός μπορέι να την ξέρει. Λίγοι είναι που ξέρουν την εμπειρία του ζωντανού Χριστού, δυστυχώς, αλλά μία εμπειρία αγάπης, πιστότητας—αυτό οι άνθρωποι το έχουν. Είναι πολύ αστείο, καμιά φορά ρωτάω μία ηλικιομένη γυναίκα: «Τί σκεφτείτε, άν υπάρχει μία ζωή μετά το θάνατο;» και μου λέει «Όχι, δεν πιστεύω». –Και η μάνα σας;» --«Ε, με την μάνα μου μίλησα κάθε μέρα». Είναι τόσο γλυκό, είναι απλώς η επιλογή των λέξεων, που είναι ίσως εσφαλμένη στους ανθρώπους, και μιλούν με μας, είναι ζωντανοί, και πολλοί σκεφτούν ότι θα ρθούν στους δικούς τους, αλλά ότι ο Χριστός ζεί, δυστυχώς αυτό είναι σημαντικό για πολύ λίγους.

Νομίζετε ότι οι ηλικιομένοι γυναίκες που μιλούν με τους πεθαμένους συγγενείς τους—είναι κάτι ψυχολογικό, η..

Όχι, είναι η πραγματικότητα.

Είναι βαθύτερο;

Είναι βαθύτερο, νάι. Δεν είναι στο επίπεδο συναισθήματων, καμιά φορά έρχονται, αυτοί υπάρχουν, απλώς υπάρχουν. Είναι καλό αυτό, δεν είναι;

Και είπατε πολλές φορές ότι ποτέ δεν είδατε φόβο θανάτου στα παιδιά, μόνο συγκίνηση για τους γονείς τους.

Ποτέ δεν είδα, ίσως είναι η δική μου...

Τουλάχιστον είπατε ότι δεν το είδατε, δεν μπορείτε να θυμηθείτε. Η ερώτηση μου είναι διαφορετική: τί νομίζετε, γιατί είναι έτσι—αυτά ακόμα δεν ξέρουν κάτι η οι μεγάλοι έχουν ξεχάσει κάτι;

Οι μεγάλοι έχουν ξεχάσει πολλά πράγματα, νομίζω, η δεν ξέρουν ακόμα. Αλλά τα παιδιά, που τα είδα, ήταν ανοιχτά, βλέπουν το άλλο κόσμο, ιδιαίτερα πρίν να μεταβαίνουν, και δεν φοβούνται, γιατί η παρηγορία έρχεται απ’ εκεί. Αυτό είναι πολύ συγκεκριμμένο, μπορείς να δείς ότι συζητούν με κάποιον και χαμογελάνε ήσυχα και χαρούμενα. Ακόμα και οι έφηβοι, αυτοί προετοιμάζουν τους γονείς τους, ότι πρέπει να μεταβαίνουν, σκεφτούν για τους γονείς, και όχι για τους εαυτούς τους πρώτ’ απ’ όλα. Το κακό είναι ότι ο φόβος των γονέων καμιά φορά εκχύεται στα παιδιά, και τότε θα έχουν και αυτά φόβο, γιατί είναι μαζί, και όταν οι γονείς έχουν πολύν φόβο, μπορέι να μεταδώσεται και στα παιδιά.

Είπατε κάπου πολύ καλά, ότι είχε μία μάνα, η οποία...η κόρη της ζούσε ακόμα, και αυτή την έχει ήδη ενταφιάσει, και έλεγε: πως θα ζώ χωρίς εσένα, δηλαδή αντί να είναι μαζί της τώρα, σκεφτεί...

Είναι ένα μεγάλο πρόβλημα, να είσαι εδώ και τώρα, σ’ αυτή τη στιγμή όταν η αγαπημένη σου κόρη ζεί ακόμα. Σχεδόν όλοι σκεφτούν: πώς θα ζώ χωρίς αυτήν, τι θα είναι με τη κηδεία και λοιπά.

Και αυτό είναι θλιβερό, γιατί τώρα μπορείς να την βλέπεις στα μάτια, να χαμογελάς, να διαβάζεις ένα βιβλίο, να την αγκαλιάζεις και λοιπά, και αυτός ο φόβος του μέλλοντος που δεν έχει ρθεί ακόμα, επηρεάζει το σήμερον, είναι θλιβερό αυτό.

Το παρελθόν, το ίδιο, κάποια συναισθήματα και η εμπειρία του παρελθόντος μπορούν να εκχύονται στο παρόν, και πρέπει να το πούμε ότι τώρα είστε μαζί, χαίρετε, και τι θα είναι ύστερα—θα σας βοηθήσουμε, και προσπαθήστε να μήν τα σκεφτείτε τώρα. Αλλά είναι όσο μπορεί ο άνθρωπος, είναι δύσκολα. 

Δύσκολα είναι.

Είναι θέμα πειθαρχίας. Όλοι είμαστε οι ίδιοι, άν μας πονάει κάτι, εμείς οχ-οχ, και το παρελθόν μήνα επίσης μου πόνασε, και τώρα αυξάνουμε αυτά που πέρασε με αυτά που τα έχουμε τώρα, παρ’ όλο που σήμερα θα μπορούσαμε να υποφέρουμε αυτά που έχει. Αλλά μαζί με το παρελθόν και το μέλλον γίνεται αφόρητο.

Τι νομίζετε, άν ένας άνθρωπος, ένας πιστός άνθρωπος φοβάται το θάνατο, δεν θέλει να σκεφτεί για αυτό και σκεφτεί: θα είναι ύστερα. Έχω δύο ερωτήσεις σχετικές: η πρώτη: τί σημαίνει—ότι δεν είχε ακόμα αυτή τη βαθεία συνάντηση; Μήπως πρέπει να αρχίσει να τα σκεφεί, ξέρετε, με μία προσπάθεια βούλησης να αρχίσει να τα σκεφτεί, πώς πρέπει να είναι;

Δεν πρέπει να κάνει κάτι με μία προσπάθεια βούλησης, δεν θα πετυχείς τίποτα. Πάλι, νομίζω ότι πρέπει να τον προετοιμάζεις από τη παιδική ηλικία, ότι η ζωή είναι κοντή και ότι η ζωή συνεχίζεται—όχι στη φοβερή έννοια, ότι πρέπει να ετοιμάζεις τον άνθρωπο για το θάνατο και αυτό κρέμεται πάνω σου, αλλά να ζείς ιδιαίτερα το παρόν, να ζείς εκατόν στο εκατόν, γιατί δεν ξέρουμε τι θα είναι αύριο. Όχι με φόβο, αλλά αυτό μπορεί να είναι μία ώθηση για να ζείς βαθιά, να ζείς με όλη τη ψυχή σου, με όλη τη δύναμη σου, για να μήν μετανιώσεις ύστερα ότι δεν έχεις ζήσει ως πρέπει. Οι άνθρωποι συχνά λένε: «Δεν έχουμε ακόμα αρχίσει να ζούμε». Άν θυμηθούμε ότι η ζωή μας είναι κοντή, ότι το τέλος θα έρθει, αυτό που όλοι εμείς το ξέρουμε, τότε να ζούμε τώρα, όχι carpe diem, αλλά να ζούμε, να εμβαθύνόμαστε, για να προσεγγίζουμε τον Χριστόν, τον Θεόν και να ζήσουμε με την ενέργεια Του, με την δύναμη Του.

Ξέρετε, μου φαίνεται, τουλάχιστον σύμφωνα με τα εσωτερικά μου συναισθήματα, ότι το φοβερότερο είναι να φανταστείς ότι δεν φοβάς τίποτα. Όταν έχω τέτοιες στιγμές, μου φαίνεται ότι δεν φοβάμαι, και αμέσως φοβάμαι από την δική μου αφοβία—ξέρετε αυτή τη συναίσθηση;

Φοβάμαι από τις κατσαρίδες και τους αξιωματούχους, αλλά δεν είναι μόνο αυτό...

Εδώ μπορούμε να σας βοηθήσουμε (γελάνε)

Έτσι είναι. Αλλά άν είναι κάτι μεγάλο, τότε μπορείς... τότε αναπόφευκτα θα είσαι με τον Θεόν, γιατί ξέρεις ότι χωρίς Αυτόν δεν μπορείς τίποτα. Είναι κάποια μικρά πράγματα στη ζωή σου που μπορείς να τα φοβάς, αλλά το μεγάλο... μου φαίνεται άν είσαι συνηθησμένος να προσεύχεσαι, να έχεις επικοινωνία με τον Θεόν, μπορέις να ξέρεις: είναι φίλος μας, και μπορέις να Του πείς: βοήθα με, φοβάμαι, η: φοβάμαι, δεν ξέρω τί θα είναι, άν το έχει.