Ιερέας Σέργκι Κρουγκλόβ: "η αγάπη δεν είναι ένα φλεγμονώδες συναίσθημα, αλλά εσείς οι ίδιοι"
Διαβάστε περισσότερα

Οι σκέψεις και οι συμβουλές του πατήρ Σέργκι Κρουγκλόβ – ιερέα, ποιητή και ζωγράφου – είναι πολλές φορές παράδοξες και είναι δύσκολο να συμφωνήσει κανείς με αυτές με την πρώτη. Ωστόσο, αν το σκεφτείς καλύτερα, καταλαβαίνεις, ότι είχε δίκιο. Μόνο αυτός, που κατανοεί τον εαυτό του, μπορεί να δείχνει ελεημοσύνη προς τον άλλον. Ο πατήρ Σέργκι μας μιλά για το πώς με τα χρόνια μαθαίνεις να αντέχεις τον εαυτό σου και να αγαπάς τους άλλους.



Ιερέας Σέργκι Κρουγκλόβ


-Πριν από μερικά χρόνια εσείς ζούσατε στη Μόσχα και μετά φύγατε στη μητρικής σας πόλη Μινουσίνσκ. Αν ήταν αποκλειστικά στο δικό σας χέρι, θα επιστρέφατε;


-Κατά το ήμισυ μεν αυτό εξαρτιόταν από εμένα, κατά το έτερον ήμισυ δε – όχι. Ποιος μπορεί να πει τώρα αν ήταν σωστό να επιστρέψω ή όχι. Έτσι έγιναν τα πράγματα, όχι χωρίς την Πρόνοια του Θεού. Οπότε, μάλλον αυτό ήταν το σωστό.


Μου λείπει η Μόσχα, όμως τώρα με τραβάει όχι τόσο η ίδια η πόλη, όσο οι φίλοι μου. Αυτοί, φυσικά, μου λείπουν. Την ίδια την πόλη της Μόσχας την αγαπάω επίσης, αλλά δεν έχω συνηθίσει να ζω σε μεγαλούπολη και επειδή όλη μου τη ζωή την πέρασα σε μικρούς οικισμούς, η μεγαλούπολη με ζορίζει… Να σας πω, όταν έφευγα από το Μινουσίνσκ το 2012 δεν είχα καν σκεφτεί ότι θα βρεθώ συγκεκριμένα στη Μόσχα, αφού ετοιμαζόμουν να λειτουργώ κάπου στα προάστια, σε κάποια μικρή πόλη (όμως, ούτε αυτό έγινε εντέλει και ευχαριστώ τον Θεό για όλα).


Όσο για την αντιπαράθεση «μεγαλούπολης – φύση», ένα περιβάλλον ανθρώπων ή φύσης… Αγαπάω τη φύση, αλλά δεν είμαι και τόσο μεγάλος λάτρης της αναρρίχησης, της πεζοπορίας μέσα στα αλσύλλια, της θέας, οπότε μάλλον δεν θα μπορούσα να γίνω ερημίτης, παρόλο που καταλαβαίνω τη Σιμόνα Βέιλ, η οποία έγραψε ότι η ομορφιά της φύσης είναι η μία από τις αποδείξεις του ελέους του Θεού προς εμάς. Ωστόσο, για μένα, όπως και για κάθε χριστιανό, τον πιο σημαντικό ρόλο παίζουν οι άνθρωποι.


-Οι κάτοικοι της Μόσχας διαφέρουν πολύ από τους κάτοικους της επαρχίας;

-Φυσικά και όχι. Όπως έλεγε ο Ιάπωνας ποιητής Μπασιό, «Τόσο στη Δύση, όσο και στην Ανατολή – παντού υπάρχει η ίδια θλίψη – οι άνεμοι παγώνουν το ίδιο». Εννοείται, ότι η ζωή στην πρωτεύουσα ή σε μια Σιβηρική επαρχιακή πόλη αφήνει διαφορετικό αποτύπωμα στον άνθρωπο, όμως δεν μπαίνει μέσα στην ψυχή, αλλά μένει απ'έξω σαν ένα τατουάζ. Ο καθένας έχει το δικό του τατουάζ, όμως ο πραγματικός άνθρωπος αρχίζει μέσα από το δέρμα. Και αυτό πάντα απαιτεί πολύ παραπάνω μελέτη από εκείνο που είναι στην επιφάνεια.


Θεωρητικά, και συγκεκριμένα, σύμφωνα με την εντολή, ο ιερέας πρέπει να αγαπά όλους τους ανθρώπους, ωστόσο, δεν είναι εφικτό να αγαπάς όλους το ίδιο. Κάποιους δεν τους συμπαθείς εσύ και κάποιοι δεν συμπαθούν εσένα. Όταν μας ενοχλούν κάποια πράγματα σε κάποιους ανθρώπους – αυτό είναι εκείνο το αγκάθι, που μας υπενθυμίζει ότι ο κάθε πλησίον μας δεν είναι η δική μας προβολή ή κάποια φαντασίωση, αλλά ένας εντελώς πραγματικός άνθρωπος, μια ξεχωριστή προσωπικότητα… Με την πάροδο του χρόνου, βέβαια, αυτά τα αγκάθια σιγά-σιγά απαλείφονται από τον άνθρωπο και γίνονται πιο λίγα.


Κάποια στιγμή αυτός διάβαζε τον Γκεόργκ Τράκλ


-Μεγαλώνοντας ο άνθρωπος μαλακώνει;


-Συνήθως, ναι. Τα γηρατειά, όπως είπε ο Πλάτωνας, μας αφήνουν να ξεκουραστούμε λιγάκι από τα πάθη, να κατέβουμε από το ζωηρό και ανήμερο άλογο. Και το μόνο για το οποίο παρακαλάς τον Θεό είναι να μην μεταμορφωθεί αυτή η ηρεμία σε αδιαφορία.


Γίνεσαι πιο υπομονετικός με τους ανθρώπους, αλλά αυτό το καταφέρνεις καλύτερα, όταν μαθαίνεις να τους καταλαβαίνεις, να βιώνεις την δική τους εμπειρία σαν δική σου, βλέπεις ότι είναι αδέρφια σου σε έναν πόλεμο και βρίσκεστε στον ίδιο τάφρο ή στον ίδιο νοσοκομειακό θάλαμο ή γιορτάζετε τη νίκη την ίδια μέρα. Ειδικά, όταν ο ίδιος προσπαθείς να παλεύεις με κάποια κοινά ανθρώπινα πάθη, τη θλίψη, τα εμπόδια, να χάνεις αυτή τη μάχη, να παίρνεις το μάθημά σου και μετά να βλέπεις ότι και ο άλλος σαν εσένα παλεύει και υποφέρει από τα ίδια περίπου πράγματα. Δεν έχει να κάνει με το ότι συμβιβάζεσαι με τα πάντα και κατεβάζεις τον πήχη χαμηλά.


Απλώς καταλαβαίνεις, ότι γενικώς δεν υπάρχουν κάποιοι διαφορετικοί άνθρωποι και ότι γι'αυτούς τους ανθρώπους ο Χριστός ήρθε και έγινε Σωτήρας.


Ποτέ δεν άντεχα, όπως λέει και ο Βισότσκι σε ένα από τα τραγούδια του: «όταν κάποιος άλλος διαβάζει τα γράμματά μου, κοιτάζοντας πίσω από τον ώμο μου». Μια φορά στα προάστια της Μόσχας ξέχασα να κατέβω στη στάση μου, κατέβηκα σε μια άγνωστη στάση και περίμενα στην πλατφόρμα τον τελευταίο ηλεκτρικό – δηλαδή η κατάσταση από μόνη της δεν ήταν άνετη… Ήταν Νοέμβριος, πρώτο χιόνι, ένας προβολέας ταλαντευόταν στον αέρα και εγώ ένιωθα σαν ένας ανήσυχος περιπλανώμενος. Έβγαλα τη μικρή συλλογή ποιημάτων του Γκεόργκ Τράκλ που την είχα μαζί μου – ένα μικρό βιβλιαράκι – και ξεκίνησα να διαβάζω για να ξεχαστώ από την ένταση και την κούραση. Ξαφνικά, στην έρημη πλατφόρμα εμφανίστηκε ένας άντρας και κατευθύνθηκε προς εμένα… Ξέρετε, υπάρχουν άνθρωποι με ένστικτο ζώων. Μυρίζουν, παρατηρούν κάτι το οποίο είναι πολύ σημαντικό για σένα και εκεί στοχεύουν… Αυτό συμβαίνει και με τα βιβλία. Τα μάτια του λάμπουν ανυπόμονα και αυτός θέλει να πάρει αυτό ακριβώς το βιβλίο που το διαβάζεις τώρα εσύ. Εσύ θέλεις να του χώσεις κάτι πιο ελαφρύ, αλλά όχι, δεν μπορείς να τον ξεγελάσεις. Αυτό πάντα με ενοχλούσε.

Λοιπόν, αυτός ο αρκετά μεθυσμένος και εντελώς άγνωστος άντρας με πλησίασε και έκατσε δίπλα μου, ενώ εγώ μέσα μου μαζεύτηκα: «Να φύγω; Να μην φύγω; Τι να κάνω; Όμως ένας σαμουράι δεν πρέπει να ξεφτιλίζεται!... »


Συνεχίζω να διαβάζω και καταλαβαίνω ότι και αυτός επίσης το διαβάζει πάνω από το χέρι μου. Διάβασε λιγάκι, ταλαντεύτηκε λίγο καθισμένος στο παγκάκι, ύστερα σηκώθηκε και είδα την έκφραση του προσώπου του και τα δακρυσμένα του μάτια… Με χτύπησε στον ώμο, είπε κάτι ενθαρρυντικό σαν «μπράβο, μάγκα» απλώς δεν θυμάμαι τι ακριβώς, και έφυγε με ασταθή βήματα.


Εκείνη τη στιγμή σαν να άλλαξε κάτι μέσα μου. Κατάλαβα, ότι σε μια σύντομη στιγμή της ζωής μου αυτός ο άνθρωπος, ο πλησίον, από την εμφάνιση του οποίου στη πλατφόρμα μέσα στη νύχτα δεν περίμενα εκ των προτέρων τίποτα καλό και ενστικτωδώς προσπαθούσα να απομονωθώ από αυτόν, διάβαζε τους στοίχους του Τρακλ, είδε την ίδια πραγματικότητα που είδα κι εγώ, ήταν μέσα της και σε αυτή τη διαδικασία ήμασταν ενωμένοι.


-Πολύ όμορφη ιστορία. Μοιραία συνάντηση;


- Ναι, εντελώς χριστουγεννιάτικη ιστορία, παρότι εκείνη τη στιγμή δεν μου φάνηκε έτσι!.. Αυτά τα πράγματα συμβαίνουν συχνά, ιδιαίτερα στην εκκλησία, μόνο που δεν τα καταλαβαίνεις πάντα. Δεν τα καταλαβαίνεις ειδικά όταν ζεις με στερεότυπα και φαντασίες, με τους «πολιτιστικούς κώδικες» της εκκλησίας, για παράδειγμα, ότι ο ιερέας είναι το άτομο στο οποίο απευθύνονται πολλοί για να του ζητήσουν συμβουλή: «Πες μας, πατήρ», επειδή μαζί με τη χειροτονία υποτίθεται πως λαμβάνεις διάφορα μπόνους, γίνεσαι σοφός και ξέρεις τις απαντήσεις σε όλες της ερωτήσεις.


Ωστόσο, κάποτε έρχεται η στιγμή όταν οι άνθρωποι σταματάνε να σε βλέπουν από κάτω προς τα πάνω, περιμένοντας μια απάντηση, και τότε ερχόμαστε στο ίδιο επίπεδο. Τότε μπορείτε να μιλήσετε για τον Χριστό, για κάποια σοβαρά καθημερινά πράγματα, για τη ζωή, την οποία ζούμε εγώ και ο άνθρωπος με τον οποίο συνομιλώ, ο καθένας με τις δικές του δυσκολίες. Αυτές οι συναντήσεις είναι πολύ σημαντικές.


Για παράδειγμα, τη δεκαετία του 90 έρχονταν να μου μιλήσουν αρκετά δύσκολοι άνθρωποι, ας πούμε εκπρόσωποι του υποκόσμου, οι οποίοι έτυχε να ζήσουν κάποια ασυνήθιστη εμπειρία. Στα μάτια τους από τη μία πλευρά διακρινόταν η ερώτηση, από την άλλη – η δυσπιστία: «Γιατί τα λέω όλα αυτά στον παπά; Αφού δεν έχει περάσει ούτε το ένα δέκατο απ'αυτά που πέρασα εγώ! » Μετά όμως, η δυσπιστία άρχισε να αντικαθίσταται με την κατανόηση. Κάτι τέτοιες στιγμές καταλαβαίνεις, ότι όλοι μας όντως ζεσταινόμαστε δίπλα στην ίδια φωτιά, κρυώνουμε κάτω από την ίδια βροχή ή έξω στον ίδιο αέρα. Ο Χριστός ήρθε να μας σώσει όλους, επειδή Αυτός κατανοεί τον καθένα μας.


-Αν είναι πιο εύκολο να συζητάτε στο ίδιο επίπεδο, τότε γιατί χρειάζεται ο εκκλησιαστικός βαθμός; Γιατί να γίνει κάποιος ιερέας;


-Επειδή το καθήκον του ιερέα δεν είναι το να δίνει συμβουλές! Δεν είναι ούτε γκουρού ούτε και ψυχοθεραπευτής. Παρότι τώρα πολλοί ιερείς, που εγκαταλείπουν την εκκλησία γίνονται ψυχολόγοι.

Ο ιερέας – είναι πρώτα απ'όλα, ο πρωτεύων στην Ευχαριστία, αυτός τελεί τη λειτουργία. Φυσικά, υπάρχει αυτό που λέμε ποιμενική πνευματική συμβουλευτική. Σε αυτήν την περίπτωση από τον ιερέα συχνά περιμένουν να είναι ο γέροντας, διορατικός, προφήτης και ούτω καθεξής. Αλλά ποιος «γέροντας»; Εδώ για την αρχή πρέπει απλώς μάθεις να μην βλέπεις το άλλο άτομο ως εξωγήινο.


Για παράδειγμα, έρχεται μια κοπέλα η οποία έμεινε έγκυος και δεν ξέρει τι να κάνει μ'αυτό. Και εσύ την κοιτάζεις με τρόμο, επειδή είσαι μοναχός και τέτοιου είδους προβλήματα για σένα δεν υπάρχουν καθόλου.


Αυτό, φυσικά, δεν σημαίνει ότι ο ιερέας πρέπει να κρίνει την κάθε αμαρτία με το δικό του το μέτρο, όπως, ας πούμε, ο Λέων Τολστόι φανταζόταν τον εαυτό του στη θέση της Κίτι όταν εκείνη βρισκόταν στον χορό. Αλλά πρέπει να προσπαθήσει να σταθεί δίπλα στον άνθρωπο και να καταλάβει τι νιώθει εκείνος. Δεν πρέπει, όμως, να αντιμετωπίζουμε τον ιερέα ως κάποιον που μόνο «δίνει συμβουλές»… Τέτοιος μονόπλευρος πατήρ μοιάζει πιο πολύ με μποντιμπίλντερ που, για να εντυπωσιάσει, γυμνάζει μόνο το ένα του χέρι. Αυτό φαίνεται φριχτό.


-Τυχαίνει καμιά φορά να πείτε «Εγώ δεν ξέρω» όταν σας ζητάνε συμβουλή;


-Φυσικά. Αφού δεν είμαι ο διαχειριστής που πάντα πρέπει να δημιουργεί την εντύπωση της επιτυχίας. Ωστόσο, σε κάθε περίπτωση πρέπει να υπάρχει μια άκρη, μια ανακούφιση, μια διέξοδος προς τα κάπου. Εμείς οι χριστιανοί ξέρουμε, ότι η οποιαδήποτε διέξοδος είναι ο Χριστός. Γι'αυτό θα πρέπει να βάλουμε όχι τελεία, αλλά κόμμα και κάπως να υποδείξουμε τη διέξοδο, λέγοντας: «Εγώ δεν ξέρω τι να σε συμβουλέψω (εδώ βάζουμε κόμμα), αλλά ας προσευχηθούμε και ο Κύριος θα μας δώσει τη λύση».


Να παρηγορείς τον εαυτό σου.


-Υπάρχει τέτοια θλίψη, που ούτε η προσευχή βοηθά. Σας έχει τύχει ποτέ;


-Εννοείται, ότι υπήρχαν πάθη, ο πόλεμος με τον εαυτό μου, και η έλλειψη πίστης και η αίσθηση ότι - τέλος, τώρα ο Θεός θα σε διώξει. Όμως, σιγά-σιγά κατάλαβα, ότι το σημαντικό είναι να μην τιμωρείς τον εαυτό σου, να μην τον κρίνεις και να μην τον καταδικάζεις. Ούτε να δικαιολογείς, ούτε και να τον τιμωρείς. Απλώς να υπομένεις και να προσπαθήσεις να κάνεις τη δουλειά σου.


Αν αντέξεις το πάθος, αμέσως χάνει τη δύναμή του. Πρέπει να απομακρυνθείς απ'αυτό και να πεις στον εαυτό σου: «Ναι, το πάθος κατέχει θεμέλιο μέσα μου, αλλά δεν μου ανήκει».

Πώς αλλιώς μπορούμε να το πολεμήσουμε; Να βγάλουμε το μάτι μας, να κόψουμε το χέρι μας; Αυτά δεν θα βοηθήσουν. Η εξαιρετική σύγχρονη συγγραφέας Μαριάννα Γέιντε έχει γράψει για έναν άνθρωπο που έκοψε όλα του τα άκρα γιατί τον έβαζαν σε πειρασμό. Ύστερα, ο κορμός του με το κεφάλι που ταλαντευόταν απευθύνθηκε στον Θεό: «Κύριε, δεν έχω ούτε μάτια, ούτε χέρια, ούτε πόδια και όμως ο πειρασμός συνεχίζεται! » Και ο Θεός του απάντησε: «Ανόητε, έπρεπε από την αρχή να κόψεις το κεφάλι σου».


Δεν χρειάζεται να βασανίζεις τον εαυτό σου. Πρέπει να είσαι υπομονετικός με τον εαυτό σου και με τον άλλον, και άσε τον χρόνο να κυλά. Ο Θεός μας τον έδωσε για να μας βοηθήσει. Όχι από την άποψη ότι «θα φύγει και αυτό το φύλλο από το ημερολόγιο». Απλώς, όταν ένας άνθρωπος συνδυάζει την υπομονή του με τον χρόνο, τότε ο χρόνος απομακρύνει πολλά πράγματα και ο άνθρωπος αλλάζει. Αυτό, που ήταν «μεθαύριο» γίνεται «προχθές».


Μερικές φορές κάνεις στον εαυτό σου μια ηλίθια ερώτηση: «Αν είχες τη δυνατότητα να ξεκινήσεις τη ζωή σου από την αρχή, θα ήθελες να αλλάξεις τα πάντα; » Όχι, δεν θα ήθελα. Κατανοώ τόσο καλά, τι εννοούσε ο Πούσκιν, όταν έλεγε: «Όμως, δεν θα διαγράψω τις θλιβερές αυτές γραμμές».


-Όταν αρχίζουμε τη διαδρομή μας στην Εκκλησία, μας φαίνεται, ότι πρέπει ασταμάτητα να βελτιωνόμαστε και να σπάμε τον εαυτό μας, και σε καμία περίπτωση δεν πρέπει να μας αποδεχόμαστε όπως είμαστε. Και τώρα αποδεικνύεται ότι πρέπει να παρηγορήσουμε τον εαυτό μας.


-Όχι, δεν γίνεται να αποδεχτούμε όλη εκείνη τη βρωμιά που υπάρχει μέσα μας. Ωστόσο, πρέπει να υπομείνεις τον εαυτό σου σαν ένα παιδί, που κατούρησε τα σεντόνια, να πάρεις τον εαυτό σου αγκαλιά (κάτι το οποίο μπορεί να είναι δύσκολο – επειδή είναι αρκετά αηδιαστικό να παίρνεις αγκαλιά κάποιον που μόλις κατούρησε) και να τον παρηγορήσεις. Διότι, όταν ένας άνθρωπος είναι ανελέητος προς τον εαυτό του, είναι ανελέητος και προς τους άλλους. Ως αποτέλεσμα, οι πάντες κατακρίνουν τους πάντες. Τι έλεγε η Αχμάτοβα; Όταν έξω φωνάζουν: «Ηλίθιε», δεν χρειάζεται να γυρίζεις αμέσως. Πρέπει να είσαι επιεικής με τον εαυτό σου. Να αγαπάς τον πλησίον σου σαν τον εαυτό σου. Όμως, αν διαβάσουμε αυτήν την εντολή από την ανάποδη πλευρά, τότε και πάλι θα φανεί σωστή. Όταν είσαι επιεικής προς τον εαυτό σου – ίσως, γίνεις επιεικής και προς κάποιον άλλον.


Κάθε άνθρωπος έχει στιγμές σημαντικής, ζωντανής επικοινωνίας με τον Θεό, αλλά δεν τις παρατηρεί, επειδή αντ'αυτού «σπάει» τον εαυτό του και πραγματοποιεί, όπως του φαίνεται, πνευματικά κατορθώματα. Το πιο συνηθισμένο παράδειγμα – διαβάζει κάποιος την προσευχή του. Μπαίνει μέσα ο φτωχός του γείτονας: «Βοήθα με». Απαντάει αυτός: «Φύγε. Προσεύχομαι τώρα, δεν έχω χρόνο για σένα». Ενώ η επικοινωνία με τον γείτονα αυτή τη στιγμή θα ήταν η επικοινωνία με τον Θεό, απλώς ο άνθρωπος δεν το καταλαβαίνει. Θεωρεί, ότι το πιο σημαντικό συμβαίνει εκεί στο ράφι, όπου στέκεται η εικόνα και καίγεται το κερί.


Πρέπει να υπομείνουμε την αμαρτία μας


-Μπορείτε να φανταστείτε μια κατάσταση στην οποία θα σταματούσατε να είστε ιερέας;


-Το έχω φανταστεί πολλές φορές! Αλλά, θα μπορούσα να φύγω από την Εκκλησία μόνο σε μια περίπτωση – αν με έδιωχναν. Και θα ήταν πραγματικά τρομακτικό για μένα.


-Και με τι θα ασχολιόσασταν τότε;


-Δεν έχω ιδέα… Αλλά κάπως θα πρέπει να ζεις έπειτα. Θα γινόμουν ψυχολόγος ή .. πώς το λένε… κόουτς (γελά). Στην πραγματικότητα, όταν μαθαίνω για περιπτώσεις όπου οι ιερείς εγκαταλείπουν την Εκκλησία, το πρώτο που σκέφτομαι είναι ότι πρέπει να προσέχω τον εαυτό μου. Επειδή αμέσως φουντώνει μέσα μου το αίσθημα κατηγορίας και κάποιας προσωπικής ανύψωσης: «Βλέπεις, αυτοί έφυγαν, ενώ εγώ είμαι εδώ, μπράβο μου».


Το ότι αυτοί έφυγαν είναι δική τους υπόθεση και δεν θα τους κρίνω εγώ, αλλά ο Θεός. Αν, όμως εμένα με πιάσει κάποιος covid την ώρα που κατακρίνω, τότε κινδυνεύω να πεθάνω με αυτήν την ασταθή αίσθηση στην ψυχή … Γι'αυτό, προσπαθώ να μην αφήνω καμία χαιρεκακία να με κυριεύει.


-Πώς μπορεί κάποιος να υπομείνει πράγματα, τα οποία είναι αδύνατον να υπομείνει; Ο φόβος του θανάτου, ο φόβος της ανικανότητας. Αφού ο χρόνος κάνει κύκλο και εμείς πηγαίνουμε από την αρχή προς το τέλος.


-Πώς να ξεπεραστεί… Ας πούμε, το παιδί σου που πήγε βόλτα, δεν απαντά στο κινητό και εσύ προσεύχεσαι, αλλά δεν αντέχεις άλλο – τρέχεις να το ψάξεις στους δρόμους και σου έρχονται στο μυαλό οι πιο τρομακτικές εικόνες… Υπάρχουν πράγματα, τα οποία δεν μπορείς να τα συνηθίσεις, ούτε και να «προπονηθείς» σε αυτά. Όμως, και αυτά μπορείς να τα ξεπεράσεις πιο εύκολα όταν διαθέτεις αυτήν την λεγόμενη υπομονή.


Βέβαια, πρέπει κάθε πρωί να τα ξεκινάμε όλα από την αρχή, ενώ η κάθε μέρα είναι σαν μια μικρή ζωή από τη γέννηση έως το θάνατο, τα γηρατειά. Ακόμα και σε αυτό το διάστημα κάτι αλλάζει. Μια βιβλική φράση μας λέει: «Υπέμεινε τον Θεό». Η υπομονή είναι πολύ σημαντική.


-Εσάς προσωπικά σας βοηθάνε η δημιουργικότητα και η ποίηση;


-Η δημιουργικότητα, η ποίηση, τα βιβλία, η προσευχή, οι δικοί μου άνθρωποι. Και κάποια δικά μου εσωτερικά χαρακτηριστικά με βοηθάνε να κάνω υπομονή. Για παράδειγμα, η δειλία.


-Η δειλία;


-Η μία αμαρτία βοηθά να καταπολεμήσω μια άλλη, κάπως έτσι. Πώς είναι δυνατόν; Το θέμα είναι ότι η πραγματική τάξη και το νόημα μπορούν να υπάρχουν μόνο σε αυτό που δημιούργησε ο Θεός. Ενώ, αυτά που έκλεψε ο Σατανάς και από τα οποία προσπαθεί να δημιουργήσει τη δική του τάξη, πάντα είναι σε αταξία.


Φαίνεται, ότι πρόκειται για μια καλά συντονισμένη επίθεση αμαρτωλών παθών, μια μαζική επίθεση, όπου στο στρατόπεδο υπάρχει τάξη, αλλά όχι. Οπωσδήποτε, στη μπότα κάποιου λοχία μπαίνει ένα πετραδάκι και ολόκληρη η επίθεση διαλύεται. Γι'αυτό μια αμαρτία, δηλαδή ένα σατανικό χαρακτηριστικό, συχνά δρα εναντίον μια άλλης αμαρτίας. Βλέπεις, ότι τα δόντια του δράκου έχουν ξεφυτρώσει από το χώμα; Πέταξε τους μια πέτρα και ας τα να φαγώνονται μεταξύ τους. Ενώ εσύ ο ίδιος κρύψου κάπου στην άκρη, μην κουνάς και να σκέφτεσαι: «Κύριε, δώσε μου τη δύναμη να αντέξω και κάνε κάτι να μην γίνει η κατάσταση χειρότερη».


-Άρα δεν είναι δειλία, μάλλον στωικισμός. Αλλά πώς μια αμαρτία καταστρέφει μια άλλη;


-Ας πούμε, η ματαιοδοξία και η υποκρισία. Βαδίζουν πάντα δίπλα-δίπλα, αφού όλες οι αμαρτίες έχουν την ίδια ρίζα, ωστόσο, είναι διαφορετικά πράγματα. Για παράδειγμα, έχεις ανεβάσει μια περήφανη ανάρτηση στο Facebook, ανέδειξες τον εαυτό σου, και μετά σκέφτεσαι – ε, όχι, μπορεί να σκεφτούν ότι καυχιέμαι, οπότε καλύτερα να μη μιλήσω… Η υποκρισία σε αναγκάζει να διαγράψεις τη ματαιόδοξη ανάρτηση.

Υπάρχουν, φυσικά, στιγμές όταν δεν σε νοιάζει τι θα πουν για σένα. Θυμάστε, τι είχε πει ο Μαντελστάμ; «Υπάρχει ένα αμετάβλητο βουνό αξιών». Έτσι έγινε, ας πούμε, με την επιστολή των ιερέων προς το «Πράβμιρ» με το θέμα «της υπόθεσης της Μόσχας» προς υπεράσπιση των καταδικασμένων. Το να σωπαίνεις, να μη μιλήσεις υπέρ των αδίκως κατηγορουμένων – είναι αμαρτία. Μετά, όμως, θα βρεθούν κάποιοι που θα λένε ότι εσύ ψάχνεις φτηνή δημοτικότητα, προσκολλάσαι σε κάποιο κόμμα, θέλεις να γίνεις διάσημος… Μπορεί να είναι όντως έτσι. Αφού τα δόντια του δράκου έχουν ξεφυτρώσει από το χώμα, είναι δηλαδή εδώ. Πέταξε τους μια πέτρα – άφησε τα να φαγωθούμε μεταξύ τους. Ενώ εσύ κάνε στην άκρη και υπέμενε.


Άλλο πράγμα είναι η μετάνοια και άλλο – η νεύρωση


-Υπήρχε μια Ιαπωνίδα μεσαιωνική συγγραφέας, η ακόλουθος της αυτοκρατορικής αυλής Σέι Σεναγκόν. Στο βιβλίο «Οι σημειώσεις στο προσκέφαλο» της παραθέτει αυτά που της αρέσουν. Κάτι σαν: «Μου αρέσουν τα σύννεφα που επιπλέουν στον ουρανό, το καλάθι με τα πρώτα βύσσινα, το παιδικό γέλιο» και ούτω καθεξής. Εσάς τι σας αρέσει; Τι σας δίνει τη δύναμη για να ζείτε και να χαίρεστε εδώ και τώρα;


-Παρεμπιπτόντως, η ποίηση συχνά κατηγορείται ότι στην πραγματικότητα αυτή παρουσιάζει την ατέλειωτη λίστα του τι αρέσει στον ποιητή και τι δεν του αρέσει. Ωστόσο, με αυτόν ακριβώς τον τρόπο ο άνθρωπος δηλώνει τον εαυτό του. «Κύριε, δες, εγώ υπάρχω επειδή μέσα μου υπάρχουν αυτά και αυτά». Αυτό είναι ένας παιδικός τρόπος να εκδηλώσουμε τον εαυτό μας μπροστά σε μάνα και πατέρα.


Τι αγαπάω; Τους ανθρώπους – ειδικά κάποιους. Αγαπάω αυτούς τους δυο γάτους (ο πατήρ Σέργκι μεγαλώνει την οθόνη του για να μπορούμε να δούμε έναν μαύρο γάτο και μία τρίχρωμη γάτα, που κοιμούνται σε ένα καναπεδάκι). Ο γάτος λέγεται Μπασιό, ενώ η γάτα- Κοσσιόνκα ή επισήμως – Βεσνούσκα (που σημαίνει «φακίδα»).


Αγαπάω τα βιβλία. Αυτά που ήδη στέκονται στο ράφι μου και ιδιαίτερα αυτά που θα ήθελα να αποκτήσω, αλλά ακόμα δεν τα έχω. Παρόλο που τα βιβλία μου, όπως και όλων των φυσιολογικών ανθρώπων, πολλαπλασιάζονται αυθόρμητα. Το να αυξάνεις τον αριθμό τους είναι το ίδιο τρελό όπως και να αυξάνεις οποιαδήποτε περιουσία…

Επίσης αγαπάω – αποδεικνύεται ότι τελικά τον αγαπάω – τον Θεό, αυτόν που έχω τώρα μπροστά μου. Εύχομαι αυτό να μην φανεί ως ψεύτικη επιδεικτική ευσέβεια. Πώς αγαπά ο γάτος το αφεντικό του; Και ας κάνει ο γάτος βλακείες, μετά νιώθει ντροπή γι'αυτές. Καμιά φορά σκέφτεσαι: «Πώς γίνεται να επιστρέψω στον θεό μετά από αυτά που έκανα; »


Ωστόσο, πρέπει να επιστρέφουμε σε Αυτόν, επειδή είναι εδώ, δεν έχει φύγει πουθενά, είναι δίπλα μας.


-Αφού η αγάπη δεν είναι κάποιο πονεμένο αίσθημα.


-Η αγάπη είσαι εσύ ο ίδιος. Το περιεχόμενό σου. Όλα που υπάρχουν στον κόσμο – είναι ένα μέρος του εαυτού σου.

Μόλις καταλάβεις, ότι και εκείνος ο άνθρωπος είναι ένα μέρος του εαυτού σου, και εκείνη η κατάσταση είναι ένα μέρος της δικής σου κατάστασης, δημιουργείται μια καταπληκτική αίσθηση ότι δεν υπάρχουν στον κόσμο πράγματα, τα οποία δεν αξίζουν την αγάπη μας.


Ακόμα και εκείνες οι πράξεις και οι σκέψεις για τις οποίες μετανοείς, δεν μπορείς να τις πετάξεις από τη ζωή σου. Μόνο ο Θεός με κάποιο θαυματουργό και φυσικό τρόπο, κατεβάζοντας από πάνω το σωτήριο Του χέρι, μπορεί να σε απελευθερώσει από αυτές. Μόνο βρισκόμενος μαζί Του μπορείς να απαλλαγείς από κάτι ή να αποκτήσεις κάτι στ'αλήθεια. Με κανέναν άλλον τρόπο. Βέβαια, καμιά φορά Αυτός μας φέρνει τόσο περίεργα πράγματα, που ακόμα δεν μπορούμε να τα αποδεχτούμε. Όμως, υπομονή, δεν μας πήραν και τα χρόνια.


-Τι δεν μπορούμε να αποδεχτούμε;


-Ξεκινώντας από σωματικές αρρώστιες και τελειώνοντας με την ανάγκη να επικοινωνούμε με ανθρώπους με τους οποίους δεν θα θέλαμε ούτε να σταθούμε κοντά τους. Και όμως, ό, τι μας δίνει ο Θεός είναι για καλό. Ένα απλό παπαδικό παράδειγμα. Το βράδυ ήρθες στο σπίτι σου κουρασμένος, ξάπλωσες στον καναπέ με ένα βιβλίο – και ξαφνικά χτυπά το τηλέφωνο. Πρέπει να πάω κάπου να κοινωνήσω κάποιον… Αμέσως αρχίζεις την γκρίνια: «Ορίστε, όπως πάντα, την τελευταία στιγμή… Η Ρωσία είναι βαφτισμένη, αλλά όχι και διαφωτισμένη… Θεέ μου, γιατί πάλι εγώ…» και ούτω καθεξής.


Ο Κύριος δεν λέει κάτι, δεν σε σηκώνει με μια κλωτσιά. Οπότε, σηκώνεσαι μόνος σου, μουρμουρίζοντας διάφορες λαϊκές εκφράσεις, και πηγαίνεις. Κατάφερες να ξεπεράσεις τον εαυτό σου, δημιούργησες και έκανες. Και μετά από αυτήν την κατάσταση σου δίνονται τέτοια δώρα, που σου χαρίζουν ζωή για πολλά χρόνια ακόμα.


-Γιατί στην εξομολόγηση όλοι μόνο μετανοούν και κανείς δεν σκέφτεται να επαινεί τον εαυτό του;


-Πολλοί διαφορετικοί ιερείς είχαν ζήσει τέτοια εμπειρία. Ωστόσο, εγώ δεν ασχολούμαι με τη δημιουργία νέων τεχνολογιών, επειδή όλοι οι άνθρωποι είμαστε διαφορετικοί. Ένας έμπειρος ενορίτης θα πει μερικά λόγια και τέλος. Και εσύ καταλαβαίνεις, ότι μετανοεί για αυτές τις συγκεκριμένες αμαρτίες και ότι μέσα του γίνεται κάποια πνευματική διαδικασία. Ένας άλλος αρχίζει να διηγείται όλα που συμβαίνουν στη ζωή. Εδώ ταιριάζει καμιά φορά να του υπενθυμίσεις τις καλές του πλευρές, έτσι για να τον εμψυχώσεις. Επειδή άλλο πράγμα ο μετάνοια και άλλο – η νεύρωση.

Γενικώς, όμως, όταν κάποιος ξαφνικά αρχίζει να λέει για τον εαυτό του καλά πράγματα με ειλικρίνεια και ευγνωμοσύνη προς τον Θεό, - είναι πολύ ευχάριστο! Γιατί όλοι μας εύκολα κατηγορούμε τους εαυτούς μας.


Οπότε προτείνω να αγαπάμε τον εαυτό μας και να λέμε ο ένας στον άλλον καλά πράγματα. Εξάλλου, τι άλλο μπορούμε να κάνουμε στην καραντίνα;