Πρόσωπο με πρόσωπο με το Θεό. Περί εξομολόγησης στην Ορθόδοξη Εκκλησία
Διαβάστε περισσότερα

Γιατί χρειάζεται η εξομολόγηση; Αυτή η ερώτηση απασχολεί σχεδόν 100% των ανθρώπων που προσπαθούν να διάγουν εκκλησιαστικό βίο. Η ερώτηση αυτή απασχολεί και εκείνους, που βλέπουν την Εκκλησία απ’ εξώ, αναρωτώμενοι σε τι διαφέρει η εξομολόγηση, ας πούμε από μια ειλικρινή συζήτηση με φίλο είτε από μια επίσκεψη σε ψυχολόγο. 

Πράγματι, σε τι διαφέρει;, Και γιατί ένας χριστιανός χρειάζεται τόσο πολύ την εξομολόγηση;


Αυτά και πολλά άλλα θέματα συζήτησε ο Πάβελ Μπουκούροβ μέσα στο ναό των Αγίων Ζωσίμου και Σαββατίου των Σολοβκί στο Γκολιάνοβο με τον ιερέα Αλέξιο ΤΙΜΑΚΟΒ.


- Πατέρα Αλέξιε, η πρώτη ερώτηση που φυσιολογικά γεννάται σε κάθε άνθρωπο της καταναλωτικής κοινωνίας είναι γιατί πρέπει να εξομολογούμαι, τι θα μου δώσει αυτό; 


- Ερχόμενοι για εξομολόγηση, τελούμε ένα από τα θεμελιώδη μυστήρια. Στην Εκκλησία τα πάντα τελούνται με αόρατες πράξεις του Θεού. Ας αφουγκραστούμε με προσοχή την προσευχή που προηγείται της εξομολογήσεως μας. «Να (εδώ σ.σ. Π. Μπ.), τέκνο, ο Χριστός στέκεται αόρατα, ακούει την εξομολόγησή σου». Δηλαδή εσύ, ο άνθρωπος στέκεσαι πρόσωπο με πρόσωπο με το Θεό! Ακριβώς έτσι θα γίνει και όταν πεθάνεις. Και με αυτή την έννοια το μυστήριο της μετάνοιας είναι η εμπειρία του να πεθαίνεις ...


Είναι, αν το πούμε σκληρά, σαν να κάνω πρόβα εν ζωή της μελλοντικής αντιμετώπισης του Θεού. Εκείνη την στιγμή δεν μπορεί να υπάρχει κανένα ψέμα. Τι θα πω σε Εκείνον, ο Οποίος ξέρει τα πάντα μέχρι τα βάθη; Και εδώ εγώ ανοίγω τα βάθη μου εκουσίως. Εκείνα τα βάθη, όπου στην ουσία είναι τρομακτικά. Όπου δεν υπάρχουν καθαρές επιθυμίες, όπου καμιά φορά επικρατεί μόνο βρομιά και δυσωδία. Και όλα αυτά τα εκθέτω ενώπιον του Θεού για να με καθαρίσει. 


Συχνά, όταν έρχονται σ’ εμένα άνθρωποι για πρώτη φορά, τους λέω ακόμα και ένα ανέκδοτο για τον Τσαπάεβ. Το ανέκδοτο αυτό είναι σαν ένα είδος παραβολής. Πάει ο Τσαπάεβ με το βοηθό του Πέτκα στη ρωσική μπάνια να πλυθούν. «Πέτκα, πλύνε μου την πλάτη». Ο Πέτκα τρίβει με δύναμη. Αφαιρώντας σταδιακά τις στρώσεις βρομιάς, σχολιάζει κιόλας, να, καθαρίσαμε μια στρώση ακόμα. Στο τέλος ο Πέτκα φωνάζει χαρούμενος: «Να και το φανελάκι, που χάσαμε πέρυσι, βρέθηκε!». Πράγματι, όταν ερχόμαστε για το μυστήριο της μετάνοιας, είναι σαν να πηγαίνουμε στο μπάνιο άπλυτοι. Και αρχίζουμε να πλενόμαστε, αλλά σε αντίθεση με τον Πέτκα και τον Τσαπάεβ, δεν αρχίζουμε από το φανελάκι, αλλά από το παλτό. Και δεν ξέρω, αν προλαβαίνουμε πάντα να πλυθούμε και να φτάσουμε μέχρι το φανελάκι....


Για την εξομολόγηση έχει σημασία η αποφασιστικότητά σας να έρθετε και να σταθείτε ενώπιον του Θεού, και να Του ανοιχτείτε: «Κύριε, βοήθησε!» Εδώ τελείται μυστική πράξη του Θεού. Ο Θεός με συναντάει σε όλη την ασχήμια μου. Και με θεραπεύει από όλες τις βρομιές μου, τις οποίες του τις εκθέτω με όλη την καλή μου βούληση. Εάν δεν θα υπάρξει εκ μέρους μου ειλικρίνεια, δεν θα υπάρξει και η μετάνοια. Επιλέγοντας την οδό της μετάνοιας είναι πολύ σημαντικό να θυμάστε ότι, δεν υπάρχει τέτοια αμαρτία, την οποία ο Κύριος δεν θα μπορέσει την συγχωρέσει. Απελπισία για τη διόρθωση είναι πονηρός δαίμονας, ο οποίος παραλύει την πνευματική μου δράση, είναι η δυσπιστία για τη δύναμη του Θεού και την πίστη για τη δυνατότητα της ανανέωσής μου, ακόμα και αν συνεχίζω να αμαρταίνω. 


- Εξομολόγηση είναι ό,τι συσσωρεύθηκε, και μέσα από την εξομολόγηση ο άνθρωπος ανοίγει την ψυχή του. Άραγε, να σημαίνει αυτό ότι, η εξομολόγηση είναι καθαρά αυθόρμητη πράξη; Ότι δεν πρέπει να προετοιμάζεσαι για αυτήν, αλλιώς θα χάσει την αμεσότητά της, θα γίνει τεχνητή, τυπική;


- Αναμφίβολα πρέπει να προετοιμαζόμαστε γι’ αυτήν, πώς αλλιώς; Εάν πλησιάζοντας τον ιερέα, τον Σταυρό και το Ευαγγέλιο δεν βιώσω εκείνο το μέρος της ζωής, για το οποίο θα εξομολογηθώ, τότε μάλλον θα είμαι πολύ επιφανειακός. Ενώ όταν προετοιμάζομαι ειδικά και σοβαρά, συλλογίζομαι όλη τη ζωή μου, τότε μάλλον, θα μπορέσω να ανοίξω και να δείξω όλες τις μυστικές γωνίες της ψυχής μου. 


Δεν υπάρχει γενική αμαρτία … Η αμαρτία πάντοτε είναι πολύ συγκεκριμένη. Δυστυχώς, καμιά φορά έρχονται σ’ εμένα και δηλώνουν: «Είμαι αμαρτωλή, πατέρα, σε όλα!». Τις περισσότερες φορές πρόκειται για ψεύτικη συμφιλίωση, απόπειρα να δημιουργήσουν την εντύπωση της μετάνοιας, αλλά ταυτόχρονα να μην αποκαλύψουν την αναλήθειά τους. 


Αφού συνήθως, αντιμετωπίζουμε τον εαυτό μας με πολλή συγκαταβατικότητα: «Τι, άγιος είμαι εγώ;» Προφέρουμε αυτή την φράση σαν να λέμε: «Γιατί, τρελός είμαι;» Ενώ ο ορθόδοξος δρόμος είναι η πράξη της πνευματικής νηφαλιότητας, στην οποία ο κανόνας της ζωής δεν είναι η καλοσύνη μέσου όρου, αλλά η αγιότητα. Εμείς ξεχνάμε ότι, έχουμε δημιουργηθεί κατ’ ομοίωμα του Θεού (ομοίωμα στα ελληνικά σημαίνει εικόνα), ότι φέρουμε μέσα μας την εικόνα του Χριστού, την οποία μας έδωσε Ίδιος ο Θεός. Μα, η εικόνα, αν δεν  την καθαρίζουμε για πολύ καιρό, σκουραίνει, μετατρέπεται σε «μαύρο πίνακα» (κατ’ έκφραση του Σολοούχιν). Φέρουμε τεράστια ευθύνη για το πολύτιμο δώρο. Για κάθε λεκέ, με το οποίο σκουραίνουμε την εικόνα αυτή. Συγκεκριμένα, η μη προετοιμασία, η επιπολαιότητα, η αμορφία, η ανειλικρίνεια οδηγούν στο ψεύτικο της μετάνοιας. Μόνο ενσυνείδητη, δέουσα αντιμετώπιση της αγιότητας, που έχει δωριθεί στον άνθρωπο, μόνο η νηφάλια αναγνώριση της αμαρτίας, της αναλήθειάς σου μας επιστρέφει στο δρόμο που οδηγεί στον Ύψιστο. Είναι απαραίτητο να επιστρέφουμε και να ξαναεπιστρέφουμε στην εξομολόγηση. Με αυτό τον τρόπο όλη η ζωή μας θα γίνει ίδια η μετάνοια. Και με αυτή την έννοια η ορθόδοξη μετάνοια είναι ο δρόμος τον οποίο περπατάμε, στον οποίο σκοντάφτουμε, πέφτουμε, σηκωνόμαστε, ξεσκονίζουμε τα ρούχα μας και πάλι πηγαίνουμε στην Ουράνια Βασιλεία. 


Κατά την άποψη μου, υπάρχει ακόμα μια ακραιότητα, όταν ο άνθρωπος που μετανοεί για πρώτη φορά, αρχίζει να κρατάει σημειώσεις με λεπτομέρεια από τα βιβλία του τύπου «Βοήθημα για το μετανοημένο» του αγίου Ιγνατίου Μπριαντσάνινωφ. Το πρόβλημα δεν είναι ότι, δεν έχει την πλειοψηφία των αμαρτιών που περιγράφονται εκεί, αλλά το ότι δεν είναι ικανός να τα αντιληφθεί ως αμαρτία. Νομίζω πως αυτό είναι σαν μια προσπάθεια μετά το παιδικό σταθμό, προσπερνώντας το σχολείο και το Πανεπιστήμιο, να προσπαθήσεις να υποστηρίξεις την μεταπτυχιακή εργασία. Τέτοια εξομολόγηση είναι υπερβολικά τυποποιημένη. Αυτό δεν σημαίνει ότι, δεν πρέπει να χρησιμοποιούνται τέτοια βιβλία. Σ’ αυτά είναι συγκεντρωμένα ακριβώς εκείνα, που η Εκκλησία τα αποδίδει σε αμαρτία, τα θεωρεί αμαρτία. Αναμφίβολα, σχεδόν όλα όσα περιγράφονται εκεί, μας είναι οικεία, αλλά το ζήτημα είναι αν εγώ το αντιμετωπίζω ως αμαρτία, αν ντρέπομαι γι’ αυτό, και αν είμαι έτοιμος να του κηρύξω πόλεμο ευρισκόμενος στο συγκεκριμένο πνευματικό σκαλοπάτι. Είναι βέβαιο ότι, δεν βλέπουμε καλά τις αμαρτίες μας, και γι’ αυτό το λόγο προσευχόμαστε: «Κύριε, δώρησαί μοι τοῦ ὁρᾶν τά ἐμά πταίσματα». Και από μετάνοια σε μετάνοια, εάν με περισυλλογή και ειλικρίνεια κοιτάζουμε μέσα μας, σταδιακά, καμιά φορά πολύ αργά, θα πέσει το μαντήλι από τα πνευματικά μας όμματα, και θα απογυμνωθούν οι πνευματικές μας αδυναμίες. 


- Η μετανοημένη επανεκτίμηση του δρόμου ζωής, η επανεκτίμηση των πράξεων μας πρέπει να έχει σαφή κριτήρια. Εδώ καλό θα ήταν να στηριχθούμε στην εμπειρία των προκατόχων μας, για να μην επαναλαμβάνουμε όλα τα κλασικά λάθη στη σειρά. Θα μπορούσατε να μας πείτε κάποια χριστιανικά βιβλία, τα οποία θα ήταν ικανά να βοηθήσουν εκείνον που θέλει να εξομολογηθεί; 


- Θα ήταν καλό ο άνθρωπος, που πέρασε το κατώφλι του ναού, να νιώθει ότι, βρίσκεται μέσα στην Εκκλησία, όχι στο εκκλησιαστικό κτίριο, αλλά σε καινούργιο πνευματικό κόσμο. Όταν εγκαταστάμεθα στην Εκκλησία, αποκτούμε ως δώρο κάτι απερίγραπτο, κάτι που δεν μπορεί να διατυπωθεί με λέξεις, ήτοι την εκκλησιαστική χαρά. Είναι σχεδόν αδύνατον να την διατυπώσεις. Η υψηλή εμπειρία της συναντάται στον Απόστολο Παύλο: «οἶδα ἄνθρωπον ἐν Χριστῷ …..ἁρπαγέντα εἰς τὸν παράδεισον καὶ ἤκουσεν ἄῤῥητα ῥήματα, ἃ οὐκ ἐξὸν ἀνθρώπῳ λαλῆσαι» (Β’ Κορ. 12, 2-4). Αυτή είναι η αίσθηση, όπως μπόρεσε να τη μεταφέρει. 


Τέτοια χαρά μας επισκέπτεται στην Εκκλησία. Αλλά για να μπούμε εκεί μέσα, χρησιμοποιούμε και το νου μας, μας βοηθάει πολύ. Ειδικά αν λάβουμε υπόψη ότι, σήμερα υπάρχει ένα είδος χάσματος ανάμεσα στις γενιές, και στην Εκκλησία έρχονται άνθρωποι που δεν έχουν γαλουχηθεί μαζί με το μητρικό γάλα την ορθόδοξη παράδοση. Και εκείνο που παλιότερα εισερχόταν μέσω καρδιάς, τώρα προσπαθούν να το χωρέσουν με τη βοήθεια του κεφαλιού. 


Γι’ αυτό θα πρότεινα τη λογοτεχνία, η οποία προσφέρει τη δυνατότητα να κατανοήσεις το τι συμβαίνει στην Εκκλησία. Ίσως, για την αρχή καλύτερο θα ήταν να διαβάσουμε τα βιβλία του Μητροπολίτη του Σουρόζ Αντώνιου. Τα βιβλιαράκια «Πνευματικό ταξίδι. Σκέψεις πριν τη Μεγάλη νηστεία», «Τα σκαλοπάτια», τα βιβλία του όπως «Συζητήσεις για την πίστη και την Εκκλησία», «Δρόμοι χριστιανικής ζωής», «Περί συνάντησης» μας βάζουν στο χώρο του Ευαγγελίου, όπου γινόμαστε αληθινά άνθρωποι της εκκλησίας. Καθώς και τα έργα του όπως το «Περί προσευχής», «Μαθαίνετε να προσεύχεστε», «Μπορεί ακόμα να προσεύχεται ο σύγχρονος άνθρωπος;» μας βάζουν, τους αρχάριους χριστιανούς, ενώπιον του πιο δύσκολου προβλήματος της ορθόδοξης ζωής, ήτοι της πράξης της προσευχής. Γιατί ειδικά αυτά τα βιβλία; Επειδή είναι και προσιτά, και ευκατανόητα, και με βάθος. Τα έργα του δεν είναι μυθιστόρημα, ούτε διαστρέβλωση, αλλά σοβαρή λογοτεχνία με σύγχρονη γλώσσα. Αυτό δεν σημαίνει ότι, δήθεν δεν υπάρχει τίποτα άλλο, αλλά θα συνιστούσα να ξεκινήσει κανείς ειδικά από το Βλαντίκα Αντώνιο. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι, ο πνευματικός δρόμος είναι πιο ασφαλής, αφού δεν έχει πολλές υποβρύχιες πέτρες και ρεύματα. Οι ιερείς, συνήθως, παρά την απασχόλησή τους, είναι άνθρωποι πολύ προσιτοί και χαιρετίζουν το να τους απευθύνονται με ερωτήσεις. (Επίσης θα είναι πολύ ωφέλιμο το βιβλίο του πρωθιερέα Βλαντίμιρ Βορομπιόβ «Μετάνοιες. Εξομολόγηση. Πνευματική καθοδήγηση», σ.σ. Συντακτική ομάδα)


- Μια γνωστή μου μου διηγήθηκε ένα περιστατικό. Ενώ βρισκόταν στην σειρά για εξομολόγηση, την πλησίασε μια διανοούμενη κυρία. Και ξεκίνησε σύντομος διάλογος μεταξύ τους. – «Τι γίνεται εδώ» - «Εξομολόγηση» - «Εδώ μπορώ να ζητήσω να έχω υγεία;» - «Εδώ μπορείτε να ζητήσετε συγχώρεση». Η κυρία μόλις άκουσε αυτά τα λόγια, χαιρέτισε ευγενικά και κατευθύνθηκε προς την έξοδο. Πατέρα Αλέξιε, Εσείς είστε ιερέας και ιατρός. Το λειτούργημα του ιερέα και το επάγγελμα του ιατρού στοχεύουν στην ίαση. Της ψυχής και του σώματος, αντίστοιχα. Η μετάνοια δεν είναι μόνο κάθαρση από τη βρομιά της αμαρτίας, αλλά και ίαση των πνευματικών ασθενειών, έτσι δεν είναι;


- Σωστά. Σύμφωνα με την ορθόδοξη διδασκαλία, η αμαρτία είναι ασθένεια. Όταν εισέρχεται στον άνθρωπο, παραμορφώνει την πνευματική του φύση. Μην έχοντας αναγνωρίσει την αμαρτία, δεν μπορούμε να κάνουμε τη διάγνωση, αλλά χωρίς να κατανοήσουμε τη φύση της ασθένειας, δεν μπορούμε καν να αρχίσουμε την θεραπεία. Χωρίς τη μετάνοια προσομοιάζουμε στον παράλογο ασθενή, στον ο οποίο ο ιατρός διαγιγνώσκει την σκωληκοειδίτιδα και του προτείνει να κάνει εγχείρηση, αλλά ο ασθενείς ισχυρίζεται ότι, έχει κρύωμα, και όλα θα περάσουν μόνα τους. Ο ιατρός και ο ασθενής πρέπει να γίνουν συνεργάτες στον αγώνα κατά της ασθένειας. Με τον ίδιο τρόπο ακριβώς ο εξομολογητής και ο εξομολογούμενος πρέπει να γίνουν σύμμαχοι στον αγώνα με την αμαρτία. Και είναι πολύ σημαντικό ότι, στην ορθόδοξη πρακτική βοηθός στη μετάνοια είναι ο ιερέας, με τον οποίο ο μετανοημένος στέκεται  πρόσωπο με πρόσωπο. Αυτός ο ιερέας, συνήθως, έχει κάποια εμπειρία. Πάντα είναι ικανός, με έναν ή άλλο τρόπο, να αντιδράσει σ’ εκείνες τις ομολογίες, για τις οποίες ήρθε ο άνθρωπος να μετανοήσει.


Η αντίδραση μπορεί να είναι δυσάρεστη, όπως κάθε άμεση ζωντανή ανταπόκριση.


Στην Ορθοδοξία η εξομολόγηση πάντοτε είναι κατόρθωμα της προσωπικής συνάντησης. Ακριβώς εκείνης, την οποία στον καθολικισμό αφαιρεί το χώρισμα μέσα στο εξομολογητήριο. Ωστόσο, ειδικά το κατόρθωμα συμβάλει στην καύση της αμαρτίας. Δεν πρέπει να συγχέουμε το μυστήριο της μετάνοιας με την συνέλευση του κόμματος, όπου είτε θέλει ο άνθρωπος, είτε δεν θέλει τον εκθέτουν για χάρη της διασκέδασης του όχλου, απαιτώντας τη δημόσια κατηγορία του εαυτού του για το ότι «κατάντησε να ζει τέτοια ζωή». Η ορθόδοξη μετάνοια δεν είναι μόνο η μυστική πράξη ίασης με τη Θεία χάρη, αλλά και το μυστικό μεταξύ του μετανοημένου και του εξομολογητή. Και η αποκάλυψη αυτού του μυστικού είναι βαριά αμαρτία και διαστρέβλωση του μυστηρίου, κάτι που είναι απαράδεκτο λόγω αρχών. 


Τη μετάνοια θα μπορούσαμε, μάλλον, να την συγκρίνουμε με μια λωρίδα στον κήπο, από την οποία αφαιρούν τα ζιζάνια. Εάν δεν τα βγάλουμε, τότε τα ζιζάνια θα καταπνίξουν τα πάντα, εάν τα βγάλουμε, σε λίγο πάλι θα φυτρώσουν. Η επιτυχία της υπόθεσης κρύβεται στην τακτική εργασία, δηλαδή και η εξομολόγηση πρέπει να είναι τακτική. Επειδή «το δάσος δεν φοβάται εκείνον, που κόβει πολλά, αλλά εκείνον που έρχεται συχνά», λέει μια ρωσική παροιμία. Σ’ αυτό συνίσταται η πνευματική νηφαλιότητα, όσο πιο δίκαιος είναι ο άνθρωπος, τόσο καλύτερα βλέπει τις αμαρτίες του. 


- Ο άγιος Ιγνάτιος Μπριαντσάνινωφ έχει εκφράσει μια απίστευτη σκέψη: «Είναι τρομερή σκληρότητα απέναντι στον εαυτό σου, το να απαρνείσαι τη μετάνοια! Είναι τρομερή ψυχρότητα, έλλειψη αγάπης προς τον εαυτό σου, η περιφρόνηση της μετάνοιας. Ο σκληρός με τον εαυτό του, δεν μπορεί να μην είναι σκληρός με τους οικείους. Ο ελεήμων στον εαυτό του με την αποδοχή της μετάνοιας, ταυτόχρονα γίνεται ελεήμων και με τους άλλους». Επομένως, η εξομολόγηση δεν σε συμφιλιώνει μόνο με το Θεό και τον εαυτό σου (με τη φωνή της συνείδησης), αλλά και με άλλους ανθρώπους;


- Ήδη ανέφερα νωρίτερα ότι, ο άνθρωπος είναι φτιαγμένος καθ’ομοίωμα του Θεού και ότι, το ομοίωμα στα Ελληνικά σημαίνει εικόνα. Δηλαδή, όλοι εμείς, στην ουσία, είμαστε η εικόνα του Χριστού. Δεν είναι δικό μας κατόρθωμα αυτό, είναι το δώρο του Θεού, το οποίο μας το παραδίδει για φύλαξη Ίδιος ο Θεός. Ωστόσο την ημέρα της Τελικής Κρίσης θα δώσουμε αναφορά για τον πολλαπλασιασμό αυτού του δώρου. Και σε απλή ερώτηση «Που είναι εκείνο το πολύτιμο, που Εγώ σου έδωσα, άνθρωπε, για φύλαξη;», αμφιβάλλω αν θα μπορέσουμε να δώσουμε μια σαφή απάντηση, εάν δεν έχουμε μάθει τον εαυτό μας στην συστηματική αποκατάσταση (μετάνοια), στην συστηματική αναζήτηση εκείνης της γνήσιας εικόνας, εκείνης της πηγής, που μας κάνει ένα ενιαίο με το Δημιουργό. Κάπου βαθιά μέσα μας νιώθουμε ενστικτωδώς αυτή τη γνησιότητα μας (αφού το ομοίωμα του Θεού μέσα στον άνθρωπο δεν μπορεί να καταστραφεί). Ωστόσο καταφέρνουμε να τη μετατρέψουμε σε απάρνηση της μετάνοιας «Τι, είμαι χειρότερους από άλλους;». Ενώ η αρχή της μετάνοιας συνίσταται στη νηφάλια κατανόηση του ότι, τουλάχιστον δεν είμαι καλύτερος από άλλους. Εδώ δεν μπορεί να υπάρχει ποιοτική σύγκριση των προτερημάτων και ελαττωμάτων μου με τα προτερήματα και ελαττώματα άλλου. 


Το κριτήριο της μετάνοιας είναι εκείνο το μέτρο ή για την ακρίβεια εκείνο το αμέτρητο των δώρων, τα οποία ο Κύριος σκόρπισε πάνω μου, και τα οποία εγώ τα έκανα σκόνη. Το πώς κάποιος άλλος διαχειρίστηκε τα δώρα του, είναι κατά κύριο λόγο, δικό του θέμα, δηλαδή είναι το μυστικό της δικής του εξομολόγησης, και είναι θέμα της Θείας κρίσης, και όχι της δικής μου κατηγορίας. Και εδώ μπορεί να μας βοηθήσει πάρα πολύ η εμπειρία της αγάπης μας ή έστω του έρωτά μας. Αφού το να αγαπήσεις έναν άνθρωπο σημαίνει να τον κοιτάξεις με τέτοιο τρόπο, να φτάσεις στο βάθος του τόσο πολύ, ώστε να ανακαλύψεις τη γνήσια πνευματική του οντότητα, η οποία αποτελεί το ομοίωμα του Θεού, την εικόνα. Όπως ένας έμπειρος συντηρητής των εικόνων, στον οποίο έφεραν ένα παλιό σκούρο πίνακα, είναι ικανός να δει μέσα από τις γραμμένες, σκούρες στρώσεις και να αναφωνήσει: «Ο, τι ομορφιά είναι αυτή!». Έτσι και σε μας, ο Κύριος μας δίνει την ικανότητα να φτάνουμε μέσα από το ορατό, αλλά επίπλαστο, δηλαδή κάτι άνευ σημασίας, στο γνήσιο, βαθύτερο του άλλου ανθρώπου. Πόσες φορές αναρωτιόμασταν, βλέποντας έναν ερωτευμένο: «Τι της βρήκε;». Πόσες φορές απορούσαν οι άλλοι, βλέποντας τον άνθρωπο που μας έχει συγκλονίσει. Ωστόσο το αληθινό, το γνήσιο, το ορατό μόνο σε έναν, ακόμα και αν είναι κρυμμένο από άλλους, είναι η εικόνα του Θεού, και όχι αυτή η απορία, ανικανότητα να δεις στο βάθος. Όπως λέει ο βλαντίκα Αντώνιος στο βιβλίο του «Το μυστήριο της αγάπης», είναι σημαντικό να γίνει σαφές το τι προσέχω, όταν κοιτάζω μια εικόνα, τις φθορές της είτε τη θαυμάσια μορφή της.


Η εμπειρία της αγάπης συνδέεται με την εμφάνιση του Θεού, ο Οποίος είναι η Αγάπη. (Α’ Ιω. 4,8). Ενώ, το να πάψεις να αγαπάς σημαίνει να ανταλλάξεις το δώρο της βαθιάς εισχώρησης στην ουσία του άλλου ανθρώπου, με τον ανούσιο υπολογισμό των ποιοτικών ιδιαιτεροτήτων των καλών και κακών συνηθειών του. Ο δρόμος της μετάνοιας μας κάνει πιο νηφάλιους. Μας αναγκάζει να φερόμαστε στον εαυτό μας απαιτητικά, και με συμπάθεια στον οικείο μας, ακριβώς επειδή εγώ δεν είμαι καθόλου καλύτερος από τον άλλο, επειδή και οι δυο έχουμε την ίδια ανθρώπινη αξιοπρέπεια, επειδή έχουμε φτιαχτεί καθ’ ομοίωμα του Θεού.


- «Γνώρισε τον εαυτό σου!», αυτός είναι ο ύψιστος στόχος που ο άνθρωπος θέτει ενώπιον του εαυτού του εδώ και πολλές χιλιετίες. Είναι δύσκολος στόχος. Παραδείγματος χάριν, τι κάνεις όταν νιώθεις ότι θα ήθελες να εξομολογηθείς, αλλά την ίδια στιγμή δεν ξέρεις τι να πεις στην εξομολόγηση;


- Τέτοιο συναίσθημα, ίσως, να υπάρχει μόνο στην αρχή του εκκλησιαστικού δρόμου, όταν αντιμετωπίζουμε τον εαυτό μας με λάθος όρο, ότι δηλαδή δεν είμαστε χειρότεροι από άλλον, όταν είμαστε πολύ συγκαταβατικοί με τον εαυτό μας. Νιώθουμε ενστικτωδώς ότι προσομοιάζουμε με το Θεό, αλλά ταυτόχρονα νιώθουμε ότι, κάτι συμβαίνει στο Βασίλειο της Δανίας, δηλαδή στην ψυχή μας. Αρχίζουμε να νιώθουμε ότι, με τη ζωή μας, με τις πράξεις, τα συναισθήματα, τα λόγια μας προκαλούμε ταραχή σ’ εκείνη την τάξη, που είχε εμφυσήσει μέσα μας ο Θεός. Ωστόσο, δεν διακρίνουμε με σαφήνεια τις αιτίες αυτής της δυσαρμονίας, επειδή δεν βλέπουμε τίποτα το παράδοξο, σε ό,τι και αν κάνουμε, επειδή μας φαίνεται ότι, όλοι κάνουν το ίδιο. Όμως, η προσωπική αμαρτία οδηγεί στην προσωπική ή τοπική χαλάρωση των κανόνων ύπαρξης, ενώ η ολική αμαρτία όλων των ανθρώπων οδηγεί στη δυσαρμονία ολόκληρου του κόσμου, την οποία επίσης τη νιώθουμε πολύ καλά. 


Γι’ αυτό, όταν έρχεσαι για εξομολόγηση, είναι πολύ σημαντικό να βλέπεις ξεκάθαρα την αναλήθειά σου. Η αμαρτία είναι συγκεκριμένη, και η μετάνοια πρέπει να είναι τέτοια. Ανεξάρτητα από το αν οι άλλοι κάνουν ή δεν κάνουν το ίδιο, σημασία έχει ότι, εγώ δεν έχω δικαίωμα να συμπεριφέρομαι έτσι, συνειδητά αναγνώρισα μέσα μου αυτή την αναλήθεια, και πρέπει να την αποχωριστώ. Ας είναι στην αρχή μόνο δυο ή τρεις συγκεκριμένες, αλλά δικές μου αμαρτίες. Στην πορεία ο Κύριος θα μου ανοίξει την πνευματική όραση, και θα δω περισσότερες. Όσο πιο δίκαιος είναι ο άνθρωπος, τόσο περισσότερες αμαρτίες θα δει στον εαυτό του, τόσο μεγαλύτερο φορτίο αμαρτιών θα μπορέσει να ξεφορτωθεί μέσω της μετάνοιας. 


- Στην εξομολόγηση πρέπει να ομολογείς πράξεις, οι οποίες δεν σου προσθέτουν τιμή. Είναι δύσκολο να ξεπεράσεις το αίσθημα της ντροπής...


- Το σημείο σύγκρουσης αποτελεί η σύγχυση, με την οποία έρχομαι στην εξομολόγηση, ιδίως στην πρώτη. Η σύγχυση δεν οφείλεται μόνο στη ντροπή, αλλά και στην δυσπιστία προς τον ιερέα. Είναι σημαντικό να θυμόμαστε ότι, εγώ εξομολογούμαι στο Θεό, και όχι στον ιερέα, ο οποίος είναι «απλός μάρτυρας», και αν είμαι τυχερός, ίσως και βοηθός. 


Χρειάζεται η αποφασιστικότητά μου. Μεγάλη σημασία έχει και το τι περιμένω από την εξομολόγηση, την Τελική Κρίση ή την αθώωση του εαυτού μου; Σε μια ιδιωτική συζήτηση ο πρωθιερέας Βαλεντίν Τιμακόβ είπε: «Στον άλλο κόσμο δεν χωράει η νομική!» Έρχομαι στην εξομολόγηση, σαν να πήγαινα στην Τελική Κρίση. Και αυτό περισσότερο μοιάζει με την εμφάνιση μεταμελείας, παρά με τη ζύγιση των αρετών και των πράξεων μου με τα ελαφρυντικά του στοιχεία. Απέχω πολύ από την αντίληψη των διαμαρτυρομένων ότι, εάν πίστεψες το Χριστό, τότε έχεις ήδη σωθεί, και δεν χρειάζεται η Τελική Κρίση. Σύμφωνα με την σκέψη του Πατριάρχη Σέργιου (Σταργκορόντσκι), ο διαμαρτυρόμενος δεν ψάχνει τόσο την σωτηρία, όσο «την ατιμωρησία για τις αμαρτίες που τέλεσε». Από την άλλη μεριά είναι απαράδεκτη και η καθολική επιμέλεια κατά τη ζύγιση του δικαίου και του αμαρτωλού στη ζυγαριά, προκειμένου να αποφασιστεί αν ο άνθρωπος έχει σωθεί ή όχι; είτε ίσως αξίζει να ψηθεί λίγο στο Καθαρτήριο (λες και ο Θεός έχει ανάγκη από τα βάσανά μας); Αλλιώς δεν μπορεί να υπάρξει το φαινόμενο του λογικού ληστή. 


- Ναι, ο Χριστός του υποσχέθηκε: «σήμερον μετ᾽ ἐμοῦ ἔσῃ ἐν τῷ παραδείσῳ» (Λουκ. 23,43). Αμέσως στον παράδεισο, προσπερνώντας το επινοηθέν καθαρτήριο. 


- Αυτό που θα πω τώρα, πρέπει να αντιλαμβάνεται ως απεικόνιση, παραβολή, και τίποτα παραπάνω. Να φανταστούμε τον εαυτό μας να ζούμε σε μια σπηλιά, στην οποία σχεδόν καθόλου δεν φτάνει το φως. Οπότε, μάλλον δεν χρειαζόμαστε τα μάτια μας, αφού ξέρουμε που πρέπει να σκύψουμε για να μην χτυπήσουμε το κεφάλι μας σε κάποιο σταλακτίτη, και πώς να ψαρέψουμε ψάρι στο υπόγειο ποταμάκι. Σε ποιο σημείο να διασχίσουμε το ποτάμι, που να βρούμε το σαλιγκάρι στο βράχο, για να φάμε. Έχουμε συνηθίσει σ’ αυτό το μισοσκόταδο και έχουμε ξεχάσει τα μάτια μας. Η όραση δεν λείπει, αλλά δεν χρησιμοποιείται. Και αν τέτοιο άνθρωπο των σπηλαίων ξαφνικά τον βγάλεις έξω στο φως, τότε τα μάτια του θα πονέσουν, και θα ουρλιάξει: «Γυρίστε με πίσω στην σπηλιά, δεν θέλω το φως!». Μετά το θάνατο θα σταθούμε με όλα τα μη χρησιμοποιηθέντα πνευματικά όμματά μας ενώπιον του άσβεστου Φωτός του Θεού και θα φωνάξουμε: « Πονάω όταν Σε κοιτάζω! Δεν θέλω να είμαι μαζί Σου!» Δηλαδή την ημέρα της Τελικής Κρίσης, ενδέχεται όχι ο Θεός να απαρνηθεί τον άνθρωπο, αλλά ο άνθρωπος να απαρνηθεί το Θεό. Αυτό είναι τρομακτικό! 


Η σημερινή μας ζωή είναι σπήλαιο με λαβύρινθο. Εάν έστω και με κόπο προχωράω μέσα σ’ αυτό το λαβύρινθο και προσπερνάω τις εκατό τριάντα στροφές, τότε θα μπορέσω να δω στον απέναντι βράχο την ανεπαίσθητη αντανάκλαση φωτός από το υπόγειο ποταμάκι. Και αν προχωρήσω ακόμα περαιτέρω, τότε μετά από τριάντα στροφές, θα μπορέσω πια να διακρίνω την εναλλαγή του φωτός και της σκιάς. Και αν θα το κάνω τακτικά, τότε τα μάτια μου θα μάθουν να αντιλαμβάνονται το φως, και όταν με τραβήξουν με βία εκείνο το ηλιόλουστο μεσημέρι, βέβαια και θα κλείσω τα μάτια μου λόγω της ασυνήθιστης λάμψης. Ωστόσο, μπορεί να μη θελήσω να γυρίσω αμέσως, αλλά θα προσπαθήσω να συνηθίσω το δυνατό φως. Η ενάρετη ζωή, το βίωμα της προσευχής, όλα αυτά είναι η προπόνηση της πνευματικής μας όρασης στο δρόμο προ την έξοδο από το λαβύρινθο. Ελπίζω να μας επιτραπεί να πούμε: «Το Φως Σου, Κύριε, είναι δυσβάσταχτο για το σκοτάδι μας, αλλά υπόμεινε πάνω μου, θα προσπαθήσω να Το αντέξω».


Στο σημείο αυτό δεν υπάρχουν εγγυήσεις, μόνο η ελπίδα. Δεν λαμβάνονται υπόψη τα επιτεύγματά σου, υπάρχει μόνο η ελπίδα για το έλεος του Θεού. Ωστόσο καμία ελεημοσύνη του Θεού δεν ικανή να μας τραβήξει έξω από το σκοτάδι ενάντια στη θέλησή μας. Και το Θεανθρώπινο έργο της σωτηρίας μας αρχίζει από τη μετάνοια: "Σου-βου!". («Μετανοήστε!» στη γλώσσα της Παλαιάς Διαθήκης σημαίνει «Να στραφείτε με το πρόσωπο στο Θεό!», Ματθ. 4, 17, Δευτερονόμιο 30, 2). Ξεκινώντας το κατόρθωμα της προσωπικής εξομολόγησης πρέπει να γίνεται σαφές ότι, ντροπή δεν είναι να αμαρταίνεις, αλλά το να μη μετανιώνεις, ότι το συναίσθημα ντροπής για ό,τι έκανες είναι η φωτιά που καίει την αμαρτία, ότι ο φόβος του Θεού δεν είναι φόβος ενώπιον του Θεού είτε δέος έναντι τιμωριών, αλλά η ανησυχία του να προσβάλεις τον ατελείωτα οικείο και αγαπημένο σου άνθρωπο, ο φόβος να διακόψεις τις λεπτές προσωπικές κλωστές που μας συνδέουν με τον Δημιουργό. Είναι σημαντικό να θυμάσαι ότι, το χρειάζεσαι προσωπικά εσύ ο ίδιος, και όχι κάποιος άλλος. Από αυτό εξαρτάται η αιώνια ζωή μου ή θάνατος. 


- Ο άνθρωπος εξομολογείται ενώπιον του Θεού παρουσία του ιερέα. Ποιος είναι ο ρόλος του καθενός εκ των τριών στην εξομολόγηση;


- Ο Θεός χτυπάει τις θύρες της καρδιάς του καθενός μας, αναμένοντας αν θα Του ανοίξουμε για να μπει μέσα και να δειπνήσει (Αποκάλυψη 3, 20). Δηλαδή για να συντελείται στην καρδιά μας το Μυστικό Δείπνο, η Λειτουργία. Ο Θεός διψάει για την αγάπη μου, αλλά δεν την απαιτεί. Διψάει για την σωτηρία μας, όμως την απόφαση την αφήνει στην συνείδησή μας, χωρίς να επιδιώκει τη θετική απάντηση. Γι’ αυτό το λόγο οι σχέσεις με το Θεό δεν μπορεί να είναι οριακά ειλικρινείς. Και δεν έχει νόημα να έρχεσαι στην εξομολόγηση με πονηριά. Η ερώτηση που τέθηκε ενώπιον μου από την αρχή και για πάντα είναι απλή και έχει ως εξής: «Με ποιον θέλεις να είσαι, άνθρωπε, με το Χριστό ή όχι;» Και η απάντηση είναι εξίσου οριακά απλή: «Μαζί Σου» ή «Όχι». Ωστόσο το δύσκολο είναι να δώσεις την απάντηση! Επειδή πρόκειται για απάντηση ολόκληρης ζωής. 


Ναι, είναι αποδεκτός και ο δρόμος του λογικού ληστή, ο οποίος μια ζωή σκότωνε και λήστευε, αλλά κρεμώμενος στο σταυρό ούρλιαξε: «Κύριε, η ζωή μου είναι ένας σκέτος τρόμος, αλλά ξαφνικά είδα το Φως Σου και για κάποιο λόγο δεν τυφλώθηκα. Ακόμη περισσότερο, είμαι ικανός να Το αντέχω και άλλο. Μη μου Το στερήσεις. Θυμήσου με στη Βασιλεία Σου!». Αυτός ο δρόμος είναι αποδεκτός, και δεν θα δεχτώ απορίες τύπου γιατί οι κακοποιοί, «νέο Ρώσοι» ή πρώην κομουνιστές έρχονται στην Εκκλησία; Ταυτόχρονα, όμως, θυμάμαι ότι, ο δεύτερος ληστής που κρεμόταν αριστερά του Χριστού, ειλικρινά δεν μπόρεσε να αφομοιώσει μέσα του το Φως του Χριστού, δεν τον άφησαν οι αμαρτίες. Ο ιερέας πράγματι μπορεί να βοηθήσει το μετανοημένο, αλλά από τον τελευταίο χρειάζεται όλη η ειλικρίνεια, χωρίς υπόλοιπα. Ωστόσο καταλαβαίνω πολύ καλά ότι, όσο προσεκτικά και αν φέρεται ο ιερέας στον καθένα που έρχεται, πάντα θα υπάρχουν εκείνοι που δεν θα τολμήσουν να με πλησιάσουν εμένα προσωπικά, είτε θα πλησιάσουν, αλλά δεν θα λάβουν αυτό που περίμεναν. Θυμάμαι πάρα πολύ καλά εκείνους που απομακρύνθηκαν από εμένα, παρά τις προσπάθειές μου. Όμως ο Θεός έχει τα πάντα σε πλειονότητα, συνεπώς υπάρχει άλλος ιερέας, στον οποίο μπορεί να βρεις την πνευματική ομοιότητα. Όλοι οι άνθρωποι είναι διαφορετικοί, και όλοι οι ιερείς είναι επίσης διαφορετικοί. Σημαντικό είναι να βρεις το δικό σου. Αφού ο κάθε εξομολογητής έχει το δικό του ποίμνιο. Κάποιου είναι μεγαλύτερο, άλλου είναι μικρότερο, πάντως τα τέκνα συνηθώς θεωρούν ότι, έχουν τον καλύτερο πνευματικό, επειδή ο Θεός έβαλε στα χείλια του τις πιο απαραίτητες κάποια στιγμή λέξεις. 


- Καμιά φορά εξομολογείσαι και νιώθεις, λες και ξεφορτώθηκες από τους ώμους σου ολόκληρο βουνό, ωστόσο δεν νιώθεις πάντα τέτοια ψυχική ελάφρυνση. Αυτό εξαρτάται από τη διάθεση, με την οποία ήρθες;


- Σημασία έχει η ειλικρίνεια, η οποία δημιουργεί τη διάθεση, αν και η διάθεση μπορεί να προκύψει και την ώρα της συζήτησης με τον εξομολογητή. Ωστόσο, πράγματι, συμβαίνει οι άνθρωποι να φεύγουν μετά την εξομολόγηση με αίσθημα θυμού για τον ιερέα. Πιστεύω πως αυτό συμβαίνει, επειδή το ίδιο το γεγονός της προσέλευσης μας εμείς το αντιλαμβανόμαστε ως αρετή. Λες και κάνουμε χάρη στο Θεό, αν και το χρειαζόμαστε εμείς οι ίδιοι. Μια ευαγγελική ιστορία μπορεί να εξηγήσει την αληθινή κατάσταση των πραγμάτων. Μια γυναίκα Χαναναία ακολουθούσε τον Ιησού και φώναζε από τα βάθη της ταλαιπωρημένης ψυχής της: «Ελέησον με, Κύριε, υιος Δαυίδ, η θυγατήρ μου κακώς δαιμονίζεται» (Ματθ. 15,22-28). Το κατάλαβε ότι, μόνο από Εκείνον εξαρτάται η ζωή και ο θάνατος, και η θεραπεία της κόρης της. Ο Κύριος, σαν να μην πρόσεχε, συνέχιζε να προχωράει. Και εκείνη συνέχιζε να φωνάζει. Οι μαθητές ένιωθαν άβολα, και παρακαλούσαν τον Σωτήρα να εκτελέσει το αίτημά της, λέγοντας ότι, «Τι Σου κοστίζει Κύριε;, Αφού δεν σου είναι δύσκολο να την αφήσεις». Όμως, ο Χριστός αρνήθηκε, παραπέμποντας στο λόγια του Νόμου: Είναι απεσταλμένος στα πλανεμένα τέκνα Ισραηλιτών. Ενώ η γυναίκα αυτή ως ειδωλολάτρης, έθεσε τον εαυτό της εκτός Νόμου. Ωστόσο εκείνη συνέχιζε να παρακαλεί. Και τότε ο Χριστός είπε τα σκληρά λόγια: «Δεν είναι σωστό να πάρει κανείς το ψωμί των παιδιών και να το πετάξει στα σκυλιά», αποκαλώντας την ουσιαστικά σκύλο. Είναι πολλοί από εμάς ικανοί να αντέξουν τέτοια σύγκριση; Ποιος μέχρι τέτοιου σημείου αντιλαμβάνεται την ημιειδωλολατρία του, την αμαρτωλότητά του; Βεβαίως, ο Κύριος έβλεπε το βάθος της καρδιάς της, στην οποία απηύθυνε τόσο σκληρές κατηγορίες και ήθελε να δείξει σε όλους την παράξενη απάντησή της: «Ναι, Κύριε, αλλά και τα σκυλιά τρώνε από τα ψίχουλα που πέφτουν από το τραπέζι των κυρίων τους». Μόνο μέσα από την υπομονή, πνευματική ανέχεια μπορεί να είμεθα συγχωρεμένοι από το Θεό, όπως συγχωρέθηκε εκείνη η γυναίκα. Ενώ, εμείς, που κάνουμε χάρη στο Θεό με την επίσκεψή μας, ακούγοντας το κήρυγμα του ιερέα αρχίζουμε να διαμαρτυρόμαστε, να επικαλούμαστε τα δικαιώματά μας και φεύγουμε, κλείνοντας δυνατά την πόρτα. Μα είμαι σίγουρος ότι, όλες οι κακουχίες και όλα τα προβλήματα που μας βρίσκουν στη ζωή, και ειδικά μέσα στην εκκλησία, τα λαμβάνουμε επειδή τα αξίζουμε, είτε προληπτικά. Ωστόσο, καλό είναι να κατανοήσουμε ότι συνήθως προληπτικά τα λαμβάνουν … οι άγιοι!