Ο Ιγνάτιος Μπριαντσανίνοβ, ένας άγιος ευγενής
Sysoev Tikhon
Διαβάστε περισσότερα

Ο άγιος Ιγνάτιος Μπριαντσανίνοβ (1807-1867) είναι από τους πιό διακεκριμμένους, λαμπρόυς και αμφιλεγόμενους στοχαστές και θεολόγους του 19ου αιώνα. Ήταν ένας ευγενής του πνεύματος, συντηρητικός, ένας άνθρωπος ο οποίος όλη τη ζωή του έμεινε σε τελεία μοναξιά, τραγικώς έπεσε από την πραγματικότητα της εποχής του. 

Μιλήσαμε για τό θεολογικό και κοινωνικό του έργο, για την εποχή του με τον διδάκτορα θεολογίας, τον κοσμήτωρα της θεολογικής σχολής του Ορθόδοξου Πανεπιστήμιου «Άγιος Τύχων», τον ιερέα Παύλο Χονδζίνσκι.


Πορτρέτο του Αγίου Ιγνατίου (Μπριαντσανίνοβ), μέσα του XIX αιώνα, Κρατικό Μουσείο της Ρωσίας (Αγία Πετρούπολη)

Τα μέση του 19ου αιώνα είναι ο περίοδος της πιο ενεργής υπηρεσίας του αγίου Ιγνατίου. Είναι ταυτόχρονως ο χρόνος σχηματισμού της νοημοσύνης, με τα ερωτήματα της, τα προβλήματα της, τις αναζητήσεις της. Πώς το «αναζητώντας κοινό» συσχετίσατε τον εαυτό του με την Εκκλησία, μήπως υπήρχε διάλογος μεταξύ την νοημοσύνη και τον κλήρο;

Για να απαντήσουμε σ’ αυτή τη ρώτηση πρέπει να γυρίσουμε στην αρχή—στις αρχές του 18ου αιώνα, στην εποχή των μεταρρυθμίσεων του Μεγάλου Πέτρου. Τι συνέβη στην χώρα μετά την πραγματοποίηση τους («στο χαρτί» ο Πέτρος ήθελε να δεί την χώρα του ευρωπαικώς διαφωτισμένη) μπορεί να ονομαστεί κοινωνικό ρήγμα. Ο Αυτοκράτορας έλπιζε ότι οι πολιτιστικές μεταρρυθμίσεις θα επηρεάσουν όλους τους κύκλους της κονωνίας. Αλλά όπως και σε πολλές άλλες μεταρρυθμίσεις, δεν μπορούσε να τελειώσει τα σχέδια του.

Ο ευρωπαικός πολιτισμός και τρόπος ζωής διείσδυσε μόνο στις ανώτερες τάξεις της κοινωνίας. Το διανοητικό περιεχόμενο αυτού του πολιτισμού ήδη δεν ήταν ιερό και εκκλησιαστικό, γιατί η εκκοσμίκευση (ο διαχωρισμός της κοινωνικής και ιδιωτικής ζωής από την Εκκλησία) στην Ευρώπη έχει μέχρι τότε τελειώσει. Σχηματίστηκε ένα μοντέλο του λαικού πολιτισμού, της ζωής που η σχέση του ανθρώπου με τον Θεόν είναι κάτι προσωπικό. Έτσι διείσδυσε και στη Ρωσία. Το ελίτ το υιοθέτισε στο πέρασμα του χρόνου, αλλά ο Ρώσικος λαός μαζικά έμεινε στο παλαιό του, προπέτρινο τρόπο ζωής. Σχημάτισε μία κατάσταση η οποία μπορεί να καλείται «διούσια».

Ταυτόχρονως, εκτός από αυτής της κοινωνικής και πολιτιστικής στρωματοποίησης, συνέβη και διαίρεση τάξεων. Ως αποτέλεσμα ο κλήρος ξεχώρισε σε μία κλειστή τάξη με τα δικά του θεμέλια, παραδόσεις και αρχές. Πρίν οι επίσκοποι συχνά προήλθαν από ευγενές οικογένειες (για παράδειγμα οι Άγιοι της Μόσχας Αλέξιος και Φίλιππος προήλθον από γενειές Πριγκίπων), αλλά οι Ρώσοι Αρχιερείς της εποχής της Συνόδου ήταν από την τάξη του κλήρου.

Ποιός ήταν ο κοινωνικός ανελκυστήρας μέσα σ’αυτή τη κοινωνική ομάδα; Ήταν η πνευματική εκπαίδευση. Ο άνθρωπος πήγε πρώτα στο σεμινάριο, μετά στην Θεολογική ακαδημία. Εάν ο απόφοιτος ήταν επιτυχής, του πρότειναν να μένει στο σεμινάριο σαν επιθεωρητής η καθηγητής. Περαιτέρω μπορούσε να ανέβει μέχρι πρύτανη. Παράλληλα κουρεύτηκε μοναχός και έγινε έτοιμος για αρχιερωσύνη. Όταν έγινε αρχιερεύς, τέτοιος άνθρωπος σύμφωνα με το «πίνακα βαθμών» του Πέτρου Α΄ έγινε ισότιμος με ένα στρατηγό, δηλαδή είχε πρόσβαση στις ανώτερες τάξεις της κοινωνίας.

Εδώ όμως υπήρξε ακόμη ένα πρόβλημα. Τα Ευρωπαικά πανεπιστήμια πάντα είχαν θεολογικές σχολές, διαφορετικώς με τα Ρώσικα πανεπιστήμια, τα οποία ιδρύθηκαν μόνο το 18ο αιώνα και ποτέ δεν είχαν θεολογικές σχολές. Αυτό προκάλεσε ακόμα ένα διαχωρισμό μεταξύ την μορφωμένη κοινωνία και το κλήρο, γιατί η πνευματική (δηλαδή η θεολογική) εκπαίδευση ήταν διαθέσιμη μόνο για την τάξη του κλήρου. Ο ίδιος ο άγιος Ιγνάτιος Μπριαντσανίνοβ εν τω μεταξύ έπασχε πολλά από αυτό, όπως θα σας πώ αργότερα.

Έγινε ότι οι ανώτεροι κύκλοι της κοινωνίας οι οποίοι έλαβαν λαική εκπαίδευση και ζούσαν ένα ευρωπαικό τρόπο ζωής, μιλούσαν μία διαφορετική γλώσσα από αυτήν του κλήρου, ο οποίος έλαβε μία ειδική πνευματική εκπαίδευση και έσωσε τις προπέτρινες παραδοσιακές βάσεις ζωής. Πράγματι το μορφωμένο ποίμνιο έβλεπε τον ποιμένα τους, τον ιερέα, με περιφροσύνη.

Δηλαδή αυτοί που μπορούν να ονομάζονται νοημοσύνη γενικώς έβλεπαν τους ιερείς και την Εκκλησία περιφρονητικά;

Γενικώς ναί. Από αυτή τη άποψη, είναι γνωστή μία χαρακτηριστική ιστορία. Ο Μητροπολίτης Πλάτων (Λεβσίν) (1737-1812) δίδαξε την Κατήχιση στον μέλλον Αυτοκράτορα Παύλο Α΄. Όταν ο Παύλος έγινε Αυτοκράτορας, αυτός αποφάσισε να ευχαριστήσει τον δάσκαλο του με κρατικό βραβείο, κάτι ασύνηθη. Ο κλήρος δεν έλαβε τέτοια λαικά βραβεία. Αυτός ο Μητροπολίτης Πλάτων λυπήθηκε ότι θα ντροπιασθεί. Παρακάλησε τον Παύλο να αρνηθεί από την απόφαση του. Τότε ο Αυτοκράτορας αποφάσισε να ζητήσει συμβουλές από τον Ιβάν Βλαδίμιροβιτς Λοπουχίν, ένα γνωστό πνευματικό συγγραφέα, γερουσιαστή και μασώνα. Ο Παύλος τον ρώτησε άν μπορεί να βραβεύει αρχιερείς. Ο γερουσιαστής του απάντησε ότι πράγματι δεν πρέπει, ότι τέτοια βραβεία δεν είναι κατάλληλη στους αρχιερείς της Εκκλησίας του Θεού, αλλά η σημερινή Εκκλησία ήδη δεν είναι ακριβώς Εκκλησία, και οι σημερινοί αρχιερείς είναι περισσότεροι διαχειριστές από κληρικούς, γιαυτό δεν πειράζει και να βραβεύονται. Μου φαίνεται ότι αυτή η περίπτωση απεικονίζει σαφώς πως η μορφωμένη κοινωνία γενικώς πήρε τον κλήρο.

Υπήρχαν βεβαίως και εξαιρέσεις. Για παράδειγμα, ο άγιος Φιλάρετος (Ντροζντόβ, 1783-1867), πολύ αγαπημένος από τον απλό λαό και ήταν σεβαστός στους μορφωμένους (ο Πετρ Γιάκοβλεβιτς Τσααδάεβ, παραδείγματος χάριν εκτίμησε πολύ την επικοινωνία μαζί του), και στη ανώτερη τάξη. Είναι γνωστό ότι σχεδόν όλοι οι ξένοι πρεσβευτείς οι οποίοι ήρθαν στη Μόσχα θεωρούσαν το καθήκον τους να παρουσιασθούν στο Μητροπολίτη Μόσχας, αυτό ήταν σημείο σεβασμού για την συγκεκριμμένη προσωπικότητα.

Γενικά όμως η στάση στον κλήρο ήταν περιφρονητική. Υπερθίτεται σε αυτό ακόμα ένα φαινόμενο. Στις αρχές του 19ου αιώνα άρχισε να σχηματίζεται η θεολογία των λαικών. Ανάμεσα στους λαικούς εμφάνηκαν άνθρωποι οι οποίοι ενδιαφέρθηκαν για θεολογικά προβλήματα. Χωρίς μία βάση από το σεμινάριο αυτοί άρχισαν να θεολογούν από τον εαυτό τους. Εκτός απ’ αυτό έβλεπαν πολύ αρνητικά την ακαδημαική θεολογική εκπαίδευση. Πάνω απ’όλα μισούσαν το θεσμό ότι υπάρχει μία «Διδάσκουσα Εκκλησία». Εγινε ότι η ίδια πνευματική τάξη, την οποίαν παραφρονούσαν, ήταν σε κατάσταση παιδαγώγου και διδασκάλου απέναντι τους μορφωμένους λαικούς. Γιαυτό μερικοί πιστοί λαικοί άρχισαν να δημιουργήσουν τη δική τους θεολογία, εναλλακτική απέναντι τη πνευματική και ακαδημαική. Ένα ζωντανό παράδειγμα είναι ο Αλεξεί Στεπάνοβιτς Χομιακόβ, ο οποίος στα θεολογικά του έργα επίμενε ότι η πρώτη θέση στην Εκκλησία δεν είναι της εκκλησιαστικής ιεραρχίας αλλά της κοινότητας. Επιπλέον, οι Ρώσοι συγγραφείς και ποιητές ταυτόχρονως αρχίζουν να αναπτύσσουν την ιδέα για το προφητικό τους προορισμό—πράγματι πιθανώς απο’κεί ξεκινάται η σκέψη για το ειδικό ρόλο τηε Ρώσικης νοημοσύνης. Εδώ πολύ δούλεψε ο Νικολαί Βασίλιεβιτς Γκόγκολ, ο οποίος άνοιξε το δρόμο για τους υπόλοιπους.

Σε μία λέξη, έχουμε μία ολόκληρη σύγχηση διαφόρων προβλημάτων, διαδικασιών, οι οποίοι τελικώς οδηγούσαν προς μία ριζική δυσκατανόηση μεταξύ την Εκκλησία και την μορφωμένη κοινωνία. Ένα ολόκληρο νοητικό χάσμα έχει σχηματίσει μεταξύ τους, το οποίο δεν μπορούσε να ξεπεραστεί. Όταν στις αρχές του 20ου αιώνα πήραν θέση οι λέγόμενοι «Θρησκευτικοί και φιλοσοφικοί συναντήσεις» οι οποίοι κλήθηκαν για την έναρξη διαλόγου μεταξύ την Εκκλησία και τη νοημοσύνη, η ιδέα απέτυχε και καθένας παρέμεινε με τη δική του γνώμη.

Τι λοιπόν ξεχωρίζει τον άγιο Ιγνάτιο Μπριαντσανίνοβ μεταξύ τους άλλους θρησκευτικούς φιλοσόφους και θεολόγους του 19ου αιώνα; Γιατί έλαβε ιδιαίτερη προσοχή;

Πολλά χαρακτηριστικά της ζωής του αγίου οφειλότανε σε αυτά τα οποία συζητήσαμε νωρίτερα. Ο άγιος Ιγνάτιος ήταν μία εξαίρεση στην εποχή του. Προήλθε από τη ανώτερη τάξη της κοινωνίας. Ο πατέρας του ήταν πάζ (πιστός ακόλουθος, ένας άνθρωπος στην υπηρεσία της αυλής) του Αυτοκράτορα Παύλο Α΄. Με την επιμονή του πατέρα του ο μέλλων άγιος μπήκε στη σχολή στρατιωτικής μηχανής στη Αγία Πετρούπολη, μία από τους πιο ελίτ σ’αυτό το χρόνο. Ο Δημήτρης (έτσι ονομάστικε) γνώρισε την τότε υψηλή κοινωνία: τον Αλέξανδρο Πούσκιν, τον Βασίλι Ζουκόβσκι, τους Μεγάλους Δούκας, τον μελλοντικό Αυτοκράτορα Νικόλαο Α΄. Παρ’ όλο που από τα παιδικά του χρόνια ο Δημήτρης τελείως συμμέτειχε με την αριστοκρατική ζωή, προσελκύθηκε από το μοναχισμό. Ως φοιτητής αποφάσισε να απομακρύνεται σε ένα μοναστήρι, και τότε συνέβη κάτι πολύ χαρακτηριστικό για τη ζωή του. Ο Μεγάλους Δούκας Μιχαήλ Παύλοβιτς έλαβε την εντολή να τον αποτρέψει από αυτό το βήμα. Στη συνάντηση του με τον νέο άνδρα, του είπε ότι «είναι πολύ πιο έντιμο νά σώσει την ψυχή του μένονας στο κόσμο», --μία σκέψη όχι κακή κατ’εαυτό της. Αλλά ο μελλοντικός άγιος του απάντησε με κατηγορικότητα ότι «να μένεις στο κόσμο και να θέλεις να σωθείς είναι, Υψηλότατε, το ίδιο όπως να στέκεσαι στις φλόγες και να θέλεις να μήν καείς».

Από τότε άρχισε μία πολύ δύσκολη πορέια. Ένας άνθρωπος από τους ευγενείς κύκλους, ένας αριστοκράτης, προσπαθούσε με όλη τη δύναμη του να διεισδύσει στη πνευματική τάξη, στο εκκλησιαστικό περιβάλλον. Ο μοναχισμός του 19ου αιώνα ήταν περισσότερα από το απλό λαό, και ο άγιος Ιγνάτιος (τότε ακόμα ο δόκιμος Δημήτριος) αποδείχθηκε εκεί τελείως ξένος. Έφερε μαζί του όλη τη ζωή του αυτή τη επίγνωση ότι είναι κάπως απαράδεκτος. Ναί, από τη μία πλευρά η μορφωμένη κοινωνία γενικά απορρίθφηκε απο την χριστιανική παράδοση και τη ζωή του λαού, αλλά παό την άλλη πλευρά για αυτούς οι οποίοι ήθελαν να γυρίσουν πίσω, η είσοδος επείσης δεν ήταν τόσο ανοιχτή. Γιαυτό ο άγιος Ιγνάτιος για τόσο πολύν καιρό δεν μπορούσε να εγκατασταθεί σε κανένα μοναστήρι. Γιαυτό παρ’όλο που στην αρχή ήταν πνευματικός μαθητής του οσίου Λέβ της Όπτινας, στο τέλο της ζωής του ομολόγησε ότι οδηγήθηκε στη μοναχική του ζωή λάθος, μέσα εξαντληκή σωματική εργασία, εξωτερική ταπεινοφροσύνη και απόλυτη πειθαρχία στον πνευματικό. Αυτό είναι καλά για ένα άνθρωπο από το απλό λαό, αλλά αποδείχθηκε απαράδεικτο για αυτόν, ο οποίος εκπαιδεύθηκε σε τελείως διαφωρετικές συνθήκες. Δεν είναι τυχαίο ότι διαβάζουμε σ’αυτόν: «Δεν έχουμε εμπνευσμένους διδασκάλους σήμερα». Και ο άγιος το γράφει όταν ζούσαν οι περίφημοι γέροντες της Όπτινας...

Παρ’ όλο που δεν είναι συνηθισμένο να λέμε έτσι για άγιους, μου φαίνεται ότι η ζωή του αγίου Ιγνατίου ήταν κατά μία έννοια τραγική. Αυτός δεν ταιρίασε στην πραγματικότητα της εποχής του. Αυτό σαν κατέληξε στο περιθώριο της τότε ζωής. Έχοντας αφήσει την κοσμική κοινωνία, έχοντας γίνει μοναχός, ο άγιος έγινε ξένος τόσο στο εκκλησιαστικό περιβάλλον, όσο και στις ανώτερες μορφωμένες κύκλους. Η Άγια Σύνοδος δεν ήθελε να τον χειροτονήσει γιατί δεν είχε «ορθή» θεολογική εκπαίδευση. Μόνο με την προσωπική επιμονή του Τσάρου Αλεξάνδρου Β΄ο Αρχιμανδρίτης Ιγνάτιος έγινε επίσκοπος.

Αυτή η στάση έξω από την κοινωνία της εποχής μαζί με τις έκτακτες νοηρές και καλλιτεχνικές ικανότητες και η πνευματική δωρεά του αγίου Ιγνατίου τον έκανε μία εξαιρετική προσωπικότητα στη εκκλησιαστική και κοινωνική ζωή του 19ου αιώνα.

Ξέρουμε όμως ότι ο Μιχαήλ Γκλίγκα και ο Κάρλ Βριουλλόβ διατηρούσαν στενή και ζεστή επικονωνία με τον άγιο.

Αυτό ήταν απλώς μία προσωπική φιλία. Επιπλέον, ο άγιος ενδιαφέρθηκε για καλλιτεχνικά  ζητήματα, και αυτός σπούδασε να απεικονίζει στα άρθρα και σημειώματα του ένα ιδανικό του γνήσιου χριστιανικού πολιτισμού, το οποίο στη γνώμη του ήταν δυνατό μόνο με εσωτερική ασκητική αφιέρωση του καλλιτέχνη. Ο ίδιος είπε σε μία από τις επιστολές του ότι προσπαθεί να ακολουθήσει το παράδειγμα του Πούσκιν στη καθαρότητα και σαφήνεια της γλώσσης.

Μπορούμε να μιλήσουμε για κάποια ενιαία, γενική σκέψη του άγιου Ιγνάτιου, που θα τονίσει την πρωτοτυπία του, εκτός από μία συγκεκριμμένη θεολογική παράδοση;

Υπήρχε μία πτυχή η οποία χώρισε ουσιαστικά τον άγιο Ιγνάτιο από την θεολογική και ακαδημαική σχολή της εποχής. Η σχολή επιμόνησε ότι η βασική και μοναδική πρωτοβάθμια πηγή για λύση θεολογικών προβλημάτων είναι η Αγία Γραφή. Η παράδοση των Πατέρων πρέπει να ελέγχεται αν συνφωνείται η όχι με την Αγίαν Γραφήν, δηλαδή πρέπει να βλέπουμε στους Πατέρους μέσα την Αγία Γραφή.

Ο άγιος Ιγνάτιος πρότεινε ένα διαφορετικό θεολογικό μοντέλο. Αυτός είπε ότι δεν αρκεί να ξέρεις τα Ευαγγέλια, αλλά πρέπει να τα καταλαβαίνεις, δηλαδή να απευθύνεις σ’αυτούς η ζωή των οποίων ήταν ενσωματωμένο Ευαγγέλιο. Στη γνώμη του αγίου, τέτοιοι άνθρωποι ήταν πρώτ’ απ’ όλους οι πατέρες ασκητές, τα έργα των οποίων συμπεριλήφθηκαν στην «Φιλοκαλία» (είναι μία συλλογή των πνευματικών έργων του 4ου-15ου αιώνα). Με άλλους λόγους—πρέπει να βλέπουμε στο Ευαγγέλιο μέσα τους Πατέρους.

Έχει και ένα άλλο χαρακτηριστικό στη θεολογία του αγίου, επείσης μοναδικό. Για να το καταλάβουμε, πρέπει να κάνουμε μία μικρή παρέκκληση. Το 17ο αιώνα στην Ευρώπη μορφώνεται μία νέα από άποψη περιχόμενου φιλοσοφική γλώσσα. Εμφανίζεται η γλώσσα της θετικής επιστήμης (η οποία εξήγησε το κόσμο ως κάτι αναγνωρίσιμο). Σ’αυτή τη γλώσσα αποκρυπτογραφήστηκαν οι νέες ανακαλύψεις στο τομέα της φυσικής, χημίας, αστρονομίας και λοιπά. Η γλώσσα της αρχαίας φιλοσοφίας στην οποία είναι γραμμένα τα θεολογικά έργα των αρχαίων  πατέρων της Εκκλησίας έγινε ένα πράγμα του παρελθόντος. Έπρεπε κάποιος να αντιδράσει σ’αυτό. Έπρεπε να δημιοργηθή μία διεπαφή μεταξύ την αρχαία γλώσσα της θεολογίας και τις νέες  φιλοσοφικές και επιστημονικές γλώσσες.

Ο άγιος Ιγνάτιος ήταν πιθανώς ο μόνος στην εποχή του ο οποίος χρησιμοποίησε στη θεολογική του αιτιολογία τη γλώσσα της θετικής επιστήμης. Ο άγιος προσπάθησε  να ντύσει τη θεολογική έκφραση  με τη μορφή που θα ήταν κατανοητή για ένα μορφωμένο άνθρωπο της εποχής του.

Παραδείγματος χάριν στη πολεμική του με τον Θεοφάνη τον Έγκλειστο για τη φύση της ψυχής ο άγιος επίμενε ότι αυτή (η ψυχή) είναι επίσης υλική, ακόμη και πολύ λεπτή, απρόσιτη για τις αισθήσεις μας. Ο άγιος Ιγνάτιος έγραψε ότι το νόημα «πνεύμα» η «πνευματικός» στη πληρότητα του ανήκει μόνο στον Θεό.  Όλα τα πλαστά (η φύση, οι άγγελοι, η ανθρώπινη ψυχή και το σώμα) είναι στην ουσία υλικά, και ο Θεός, ο οποίος είναι άπλαστος στη ουσία Του είναι Πνεύμα. Να αποδείξει αυτή τη σκέψη αυτός χρησιμοποίησε την μαθεματική και την χημία, στρέφοντας προς το ότι στο κόσμο υπάρχουν ουσίες οι οποίοι δεν αποδέχονται με τις αισθήσεις, παρ’ όλο που είναι υλικές, ακόμη ότι η ατέλειοτη σειρά των αριθμών ποτέ δε θα γίνει πραγματικό άπειρο.

Μου φαίνεται ότι η εμπειρία τέτοιας προσέγγισης, παρ’ όλο που δεν ήταν ποτέ τέλεια από θεολογική άποψη, μπορεί να είναι ενδιαφέρουσα σήμερα, λαμβάνοντας υπ’ όψιν πόσες τεράστιες αλλαγές έγιναν στη γλώσσα της φιλοσοφίας και της επιστήμης το περασμένο αιώνα.

Δέχτηκε ο άγιος Ιγνάτιος κριτική και επίθεση στη συνοδική εποχή (με τους κρατικούς κανονισμούς και τη τυποποίηση της) για τις ασύνηθες θεολογικές του απόψεις;

Είναι περισσότερο όχι για τις θεολογικές απόψεις του αγίου Ιγνατίου (παρ’όλο που η θέση του στη διαφωνία για τη φύση της ψυχής προκάλεσε σκληρή κριτική), αλλά για ότι δεν ταιρίασε στη πραγματικότητα της εποχής του. Ήδη έχω πεί, ότι ήταν σε μοναξιά, και ο ίδιος φανερά εκφράστηκε για την στάση του και για την τότε κοινωνία. Για παράδειγμα, ο Νικόαλος Α΄ τον διόρισε ηγούμενο του μοναστηρίου Άγια Τριάδα Σέργιεβο για να το διαμορφώσει ως «παραδειγματικό μοναστήρι». Αλλά ο άγιος μετέπειτα πολύ αρνητικά  μίλησε για τα είκοσι χρόνια που πέρασε εκεί. Το μοναστήρι ήταν, μπορούμε στο δρόμο από την Αγία Πετρούπολη για τον Πέτερχοφ, μπορείτε να φανταστείτε τι ήταν η ζωή των μοναχών εκεί.

Όταν ο αρχιμανδρίτης Ιγνάτιος χεροτονήθηκε επίσκοπος, ανέβηκε στη επαρχία Καύκασου. Και εδώ πολύ σύντομα είχε μία σύγκρουση με τους ιερείς από του εντόπιου εκκλησιαστικού συμβούλιου (εν τω μεταξύ στην ουσία αυτός είχε δίκαιο), μετέπειτα ήταν αντίθετος το σχέδιο της ιεραποστολικής εταιρίας, το οποίο παρουσίασε ο Κόμης Μπαριάτινσκι και ήθελε ο ίδιος να είναι επικεφαλής της. Τελικώς απολύθηκε από υπηρεσία. Τότε ήδη αρρώστησε. Αλλά πρέπει να σημειώσουμε ότι, κρίνοντας από τις επιστολές του, ο άγιος Ιγνάτιος ξεπέρασε όλες αυτές τις δυσκολίες με τη βαθύ του ζωή στη προσευχή. Εκεί βρήκε την παρηγορία και τη χαρά του. Είναι εκπληκτική η επιστολή του προς τον ζωγράφο Κάρλ Βριουλλόβ, ένα άνθρωπο που ήταν μακριά από τη μοναχική ζωή, στον οποίον εμπιστεύεται τις βαθύτερες θρησκευτικές του εμπειρίες.

Είχε ο Ιγνάτιος Μπριαντσανίνοβ την δική του κοινωνική και πολιτική θέση; Πώς έβλεπε το μέλλον της Ρώσικης Αυτοκρατορίας;

Δεν περίμενε πολλά από τους κοινωνικούς αλλαγμούς, νομίζοντας ότι δεν υπάρχει κράτος χωρίς βίας και δεν υπάρχει πειθαρχία χωρίς ταλαιπωρία, και έτσι θα είναι πάντα. Έτσι θεώρησε και την κατάργηση της δουλοπαροικίας, για το οποίο του απονεμήθηκε και ένα άρθρο στο «Κόλοκολ»του Γέρτσεν με το δαγκοτικό τίτλο «Ο σκαπανέας εν Χριστώ Ιγνάτιος».

Όσο αφορά το μέλλον της Ρωσίας ο άγιος Ιγνάτιος έκφρασε την γνώμη του σε μία επιστολή προς τον στρατηγό και διπλομάτη Νικολαί Μουραβιόβ-Κάρσκι. Σε σχέση με την ήττα της Ρωσίας στο Κριμαικό πόλεμο (1853-1856) ο άγιος έγραψε ότι δεν πρέπει κανείς να χάσει την καρδιά του, γιατί η Ρωσία κατέχει το παγκόσμιο μέλλον. Κανένας πόλεμος ούτε οικονομικοί και κοινωνικοί αναταραχές δεν μπορούν να αποτρέψουν το προορισμό, γιατί αυτό το «παγκόσμιο μέλλον» είναι γραμμένο στην Αγία Γραφή. Ο άγιος αναφέρει τα κεφάλαια 38 και 39 του προφήτη Ιεζεκιήλ όπου γίνεται λόγος για τον λαό ό οποίος στο 20ο κεφάλαιο της Αποκάλυψης παρουσιάζεται ως λαός του αντίχριστου (στην επιστολή όμως δεν μιλάει για αυτό ανοιχτά). Δηλαδή ο άγιος Ιγνάτιος προσεκτικώς υπαινίχθηκε στην επιστολή του προς τον Μουραβιόβ-Κάρσκι ότι ο αντίχριστος θα προέρχεται από τη Ρωσία. Εδώ πάλι βλέπουμε αυτό το σπασμένο χαρακτηριστικό της ζωής και θεωρίας του αγίου: Τα πήρε στην καρδιά πάντα που ήταν στη Ρωσία, αλλά έβλεπε το μέλλον της τραγικό και μοιραίο.

Τί, στη γνώμη σας, από την τεράστια κληρινομία του αγίου Ιγάντιου Μπριαντσανίνοβ μπορεί να είναι πιο κοντά για το σύγχρονο άνθρωπο;

Είναι γνωστό ότι, παρ’ όλο που μπορεί να φαίνεται παράξενο, ο επίσκοπος Ιγνάτιος διαβάζεται ιδιαίτερα από νεόφυτους. Πιθανώς τους αρέσει η κατηγορικότητα και η οξύτητα της σκέψης του αγίου, όταν τους φαίνεται ότι όλα είναι κατανοητά και ορισμένα: αυτό είναι το άσπρο, και αυτό είναι το μαύρο. Αλλά είναι πολύ σημαντικό να καταλαβαίνουμε ότι ο ίδιος ο Ιγνάτιος Μπριαντσανίνοβ καταρχήν έγραψε όχι για τους λαικούς , αλλά για τους μοναχούς. Μπορούμε να πούμε ότι οι ακροαστές του είναι άνθρωποι οι οποίοι έχουν επιτύχει όρισμένη πνευματική ωριμότητα.

Ένας άνθρωπος ο οποίος ανακαλύπτει την κληρονομία του, πρέπει να καταλαβαίνει ότι το ίδιο το διάβασμα και κατανόηση της θεολογίας του αγίου θα απαιτήσει απ’αυτόν τις κατάλληλες σοβαρές εσωτερικές όχι μόνο νοηκές, αλλά και πνευματικές και ηθικές προσπάθειες. Ο άγιος Ιγνάτιος  ήταν γενημένος αριστοκράτης και, έχοντας γίνει μοναχός έμεινε τέτοιος—βεβαίως στο καλύτερο νόημα της λέξης, όπως ήταν ένας «αριστοκράτης του πνεύματος» ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος. Δεν πρέπει να το ξεχάσουμε.

Θα συμβουλέψω αυτούς που αισθάνονται έτοιμοι να «έρχονται σε επαφή» με ένα τέτοιο κείμενο, να αρχίσουν από τους δύο τόμους «Ασκητικών εμπειρίων». Περιέχουν μικρά άρθρα όπου ο άγιος μας δίνει συμβουλές σχετικά με τη πνευματική ζωή. Δεν μπορεί κανείς να διαβάζει αυτά τα βιβλία απλώς από περιέργια  η για να διευρύνει τους οριζόντες του. Μπορεί κανείς πράγματι να ωφεληθεί μόνο άν διαβάζοντας καταλαβαίνει ότι βρήκε απαντήσεις σε ρωτήσεις οι οποίες τον έχουν βασανίσει για πολύν καιρό, όταν αισθάνει μία σχέση μεταξύ τη σκέψη του αγίου και την δική του ζωή.


Αρχικό άρθρο: https://foma.ru/ignatiy-bryanchaninov-svyatoy-aristokrat.html