Αφήστε με να διαβάσω ως το τέλος...
Δάρια Ἀνδρέεβα
Διαβάστε περισσότερα

 Ίσως πολλοί από μας, όταν μόλις άρχισε ή καραντίνα, βρίσκαμε την παρηγορία στην ιδέα πως αν και σε αυτή την αναγκαστική απομόνωση στερούμαστε της δυνατότητας να κάνουμε πολλά πράγματα τα οποία είχαν γίνει ένα σπουδαίο μέρος της ζωής μας, ωστόσο θα μπορέσουμε να κάνουμε αυτό για την εκπλήρωση του οποίου δεν βρίσκαμε ποτέ χρόνο: να προσευχόμαστε περισσότερο χρόνο μέσα στο σπίτι, και να κάνουμε κάτι μαζί με τους δικούς μας, να διαβάσουμε ένα βιβλίο που χρόνια βρίσκεται στη βιβλιοθήκη μας, αλλά εμείς δεν το παίρνουμε...Και τώρα όταν ίσως έχουμε περάσει το μεγαλύτερο μέρος της καραντίνας και με κάποια ελπίδα σημειώνουμε στο ημερολόγιο τις υποτιθέμενες ημερομηνίες του τέλους της βαρετής απομόνωσης, αρχίζεις να συλλογιέσαι: κατάφερες άραγε να εκπληρώσεις τα σχέδια, συμπληρώθηκε για παράδειγμα η λίστα των διαβασμένων βιβλίων; Είναι ενδιαφέρον γιατί ο σύγχρονος άνθρωπος δυσκολεύεται να βυθιστεί στα μεγάλα βιβλία, ακόμα και αν οι εξωτερικές συνθήκες συμβάλλουν σε αυτό;


Να διαβάσω ελληνικά, λατινικά, σλαβικά

   Ο καθένας που ονομάστηκε Χριστιανός πρέπει να διαβάζει καθημερινώς τις πρωϊνές και τις βραδινές προσευχές, όπως και ένα κεφάλαιο από το Ευαγγέλιο, αν μπορεί. Πρέπει να ξέρει τη Θεία Λειτουργία, να διαβάζει τους βίους και τα έργα των Αγίων Πατέρων, όπως και την Αγία Γραφή γενικά.

   Οι τακτικές προσευχές, για παράδειγμα πριν και μετά την Θεία Μετάληψη, οι Κανόνες, οι Ακάθιστοι, το διάβασμα του Ψαλτηρίου επίσης είναι απαραίτητα πράγματα. Και αυτά είναι τα ελάχιστα. Επίσης πρέπει να τα κατανοήσεις και να τα αποδέχτεις με όλη την καρδιά σου. Έχοντας υπόψη την πολυπλοκότητα των κειμένων,το ύφος της γλώσσας και την παντοτινή έλλειψη χρόνου, είναι κατανοητό ότι είναι μια κολοσιαία δουλειά, αλλά δεν υπάρχει άλλος δρόμος. «Δεν έχω καμία αμφιβολία, έγραψε ο Άγιος Αυγουστίνος, ότι η Θεία Πρόνοια, αφήνοντας μερικό σκοτάδι στην Γραφή, είχε έναν σοφό στόχο, ώστε με την αναζήτηση του ακριβούς νοήματος να ταπεινώσει την ανθρωπινή υπερηφάνεια, ώστε να προφυλάξει το μυαλό μας από τον κορεσμό, αυτό το μυαλό που περισσότερες φορές θεωρεί ασήμαντο αυτό το πράγμα που μπορεί να ανακαλύψει εύκολα.

   Επίσης συμβουλεύει να διαβάζει κανείς την Αγία Γραφή όχι μόνο στα λατινικά, αλλά και στα ελληνικά και στα εβραϊκά για να κατανοήσει καλύτερα το βαθύτατο νόημα του Θείου Λόγου...Εδώ θα κάνω μια μικρή παρέμβαση.

   Άλλοτε στην ερώτηση του ανιψιού μου για το που πρέπει ο νέος άνθρωπος να πιάνει γνωριμία με τις ευπρεπείς κοπέλες απάντησα: «Σε μια βιβλιοθήκη». Γέλασε αυτός, αν και το είπα εντελώς σοβαρά. Το είπα επειδή όταν ήμουν φοιτητής, περνούσα αρκετό χρόνο μέσα στα αναγνωστήρια διάφορων βιβλιοθηκών των πόλεων Μπράτσκ και Ιρκούτσκ, νίωθοντας ένα ανεξήγητο συναίσθημα συμμετοχής σε κάτι μεγαλειώδες, κάτι φρόνιμο και μυστηριώδες, κάτι όμορφο. Γύρω μου εκτός από λίγους τυχαίους επισκέπτες έβλεπα εξαιρετικούς ανθρώπους, τους Αναγνώστες (ακριβώς έτσι με κεφαλαία γράμματα). Αυτοί σαν μέλη ενός αόρατού τάγματος, καλύτερα να πω μιας αδελφότητας, ήταν βυθισμένοι σε έναν κόσμο της αναζήτησης, της απόκτησης και παρατήρησης της γνώσεως. Αυτοί οι αναζητητές μιας μυστηριώδους αλήθειας, ενωμένοι στις ομάδες ή χωριστά, έψαχναν στους καταλόγους, ξεφύλλιζαν τις συλλογές εφημερίδων και περιοδικών, στοίβαζαν γύρω τους βιβλία, έγραφαν κάτι σημειώσεις ή διάβαζαν με ένθερμο ενδιαφέρον.

   Σήμερα πολλοί Αναγνώστες από εκείνη την παλαιά αδελφότητα δεν συγκεντρώνονται πια και οι εξωτερικές συνθήκες άλλαξαν. Το αναγνωστήριο μπορείς να το φτιάξες μπροστά στην οθόνη του υπολογιστή σου, μπορείς να αγοράσεις κάποια ηλεκτρονική συσκευή για την ανάγνωση, ή αν σου αρέσει ο παραδοσιακός τρόπος ανάγνωσης μπορείς να βυθίστείς στο διάβασμα ξαπλωμένος στον αγαπημένο σου καναπέ. Μια και τώρα σχεδόν όλα τα βιβλία μπορούμε να τα αγοράσουμε στα διαδικτυακά βιβλιοπωλεία. Το πρόβλημα όμως είναι στο ότι παρ’ όλο που όλοι σχεδόν οι άνθρωποι είναι μορφωμένοι και όλα τα βιβλία είναι διαθέσιμα, ο αριθμός αυτών που θέλουν να διαβάζουν (δεν λέω καν για αυτούς που αγαπούν) όλο και λιγοστεύει.

Όσον αφορά την διαβασμένη ή, πιο σωστά, αδιάβαστη νεολαία η κατάσταση είναι ιδιαίτερα άσχημη. Φαίνεται ότι σήμερα έχουμε υπέροχες συνθήκες: πάρε ο,τι θέλεις και διάβασε! Όχι, δεν το κάνουν. Μα γιατί; Υπάρχουν διάφοροι λόγοι, αλλά εγώ θα αναφέρω πέντε από αυτούς. Ίσως ένας παρατηρητικός αναγνώστης θα μου δείξει περισσότερους.


Έτσι κι αλλιώς δεν μπορείς να διαβάσεις τα πάντα.

   Λοιπόν, ο πρώτος λόγος. Η ανθρωπότητα έχει γράψει πολλά, έτσι κι αλλιώς δεν είναι δυνατόν να διαβάσεις τα πάντα ακόμα και σε όλη τη ζωή σου. Γιατί τότε να μπεις στον κόπο;

Ένας προοδευτικός σοβιετικός παιδαγωγός ο Βασίλι Σουχομλίνσκι υποστήριξε ότι ένας άνθρωπος για όλη τη ζωή του μπορεί να διαβάσει γύρω στις δύο χιλιάδες τόμους. Βέβαια είναι ελάχιστο μέρος των γνώσεων που συνέλεξε η ανθρωπότητα για όλη την παγκόσμια ιστορία. Αλλά φοβάμαι πως για πολλούς ανθρώπους της εποχής μας αυτό το ελάχιστο μέρος από 2000 τόμους αποτελεί μια απέραντη θάλασσα. Για να επιβεβαιώσω αυτή τη σκέψη μου θα αναφέρω ένα παράδειγμα από τη δίκη μου επαγγελματική πρακτική. Καμιά φορά στο μάθημα της κοινωνιολογίας στην δέκατη τάξη παρακάλεσα τους μαθητές να αναφέρουν δέκα βιβλία τα οποία τους είχαν επηρεάσει περισσότερο. Πρέπει να σημειωθεί ότι οι μαθητές αυτού του σχολείου ήταν αρκετά διαβασμένοι, το σχολείο θεωρούνταν ένα από τα καλύτερα στην πόλη και ειδικευόταν στην διδασκαλία των θεωρητικών επιστημών. Ωστόσο αυτή η απλή ερώτηση έβαλε σε αμηχανία όλους τους 25 μαθητές επειδή δεν είχαν διαβάσει τέτοιο αριθμό βιβλίων (τα σχολικά εγχειρίδια και τα παιδικά παραμύθια δεν λογαριάζονται).

   Τότε ως νέος και χωρίς πείρα δάσκαλος ταράχτηκα και απογοητεύτηκα πολύ από μια πραγματικότητα που μου αποκαλύφτηκε ξαφνικά. Σήμερα δεν κοιτάζω τους νέους με ένα ανιαρό βλέμμα ενός γέρου, επειδή ξέρω τι θα τους σώσει. Όποιοι διάβασαν το άρθρο μέχρι αυτό το σημείο, θα μπορέσουν να μάθουν τη δική μου συνταγή της σωτηρίας τους στο τέλος του άρθρου. Και εδώ θα θυμηθώ ξανά τον αναφερόμενο πιο πάνω προοδευτικό παιδαγωγό. Ο Σουχομλίνσκι συμβουλεύει στον γιο του να θυμάται τα λόγια του Φράνσις Μπέικον: «Μερικά βιβλία είναι για να δοκιμάζονται, άλλα για να τα καταπίνεις, και λίγα για να τα μασάς και να τα αφομοιώνεις». Και εμείς τι θα συμβουλέψουμε στα δικά μας παιδιά; Ίσως τους μέλλει μέχρι την γήρανση να μασάνε τα παιδικά παραμύθια; Ή θα παραμείνουν «πεινασμένοι»;


Δεν χρειάζεται να μάθω περισσότερα.

   Ο δέυτερος λόγος. Άλλοτε οι άνθρωποι δεν ήξεραν πολλά, αλλά τώρα ξέρουν. Ακόμα στο σχολείο μαθαίνουν πολλά και γι’ αυτό πιστεύουν ότι θα τους φτάνουν αυτές οι γνώσεις για όλη την υπόλοιπη ζωή. Και ποιά εντύπωση σας κάνουν οι πληροφορίες των κοινωνιολόγων ότι ένα τρίτο των ερωτηθέντων πιστεύουν ότι ο Ήλιος περιφέρεται γύρω από τη Γη; Και ξέρετε ότι μερικοί δυσκολεύτηκαν και δεν μπόρεσαν να απαντήσουν στην ερώτηση; Γινόμαστε κουτοί; Όχι, απλά διαβάζουμε λιγότερο. Σύμφωνα με τις διάφορες πηγές από ένα τρίτο μέχρι το μισό ενήλικων Ρώσων δεν πάιρνουν καθόλου βιβλιά στα χέρια τους δηλαδή δεν διαβάζουν καθόλου. Και όποιοι διαβάζουν, επιλέγουν την «ελαφριά» λογοτεχνία. Γενικά, σύμφωνα με μια ανάλυση των πωλήσεων βιβλίων κατά τα τελευταία δέκα χρόνια, το περιεχόμενο της ανάγνωσης άλλαξε πολύ σε σύγκριση με τα προηγούμενα χρόνια. Η πλειοψηφία του ρωσικού πληθυσμού προτιμούν να διαβάζουν τα βιβλία μιας συνεχόμενης σειράς ή ενός λογοτεχνικού είδους (αστυνομικά, δράσης, ερωτικά, περιπέτειας). Οι ερευνητές κοινωνιολόγοι αρκετά χρόνια πριν είχαν ήδη παρατηρήσει την μετάβαση του πληθυσμού από την ανάνγωση προς την τηλεόραση (και τώρα βέβαια προς την κατανάλωση του διαδικτυακού περιεχομένου και προς την επικοινωνία μέσω των κοινωνικών δικτύων).

Βέβαια παραμένει ακόμα το σχολείο, στο σωτήριο ρόλο του οποίου εξακολουθούν να πιστεύουν οι περισσότεροι συμπατριώτες μας. Είμαι αναγκασμένος να βάλω κι εδώ μια δόση της απαισιοδοξίας. Πρώτον, στο σχολείο μόνο λίγοι ήταν καλοί μαθητές, αλλά οι περισσότεροι σπούδαζαν με το ζόρι, εξάλλου από τις γνώσεις που πήραν «στα θαυμάσια σχολικά χρόνια» σε λίγο εξαφανίζονται 90 τοις εκατό (πάλι είναι η πληροφορίες της στατιστικής).

   Δεύτερον, τα τελευταία χρόνια οι μαθητές έχουν όλο και λιγότερη εμπιστοσύνη στον δάσκαλο, η αυθεντία του παιδαγωγού έχει υπονομευθεί πολύ. Δεν μιλάω εδώ για τις αιτίες, απλά να το δεχτείτε ως γεγονός. Δεν μπορώ να μην αναφέρω μια σκέψη του Ντοστογιέφσκι ο οποίος είπε μια φορά για τον δάσκαλο του, ότι: «Είναι ένα λεπτό πράγμα: ένας λαϊκός, εθνικός δάσκαλος δημιουργείται κατά το διάστημα των αιώνων, διατηρείται χάρη στις παραδόσεις, χάρη στην αναρίθμητη πείρα. Με τα χρήματα για παράδειγμα μπορείτε μόνο να χτίσετε πολλά σχολεία, αλλά τους δασκάλους δεν θα τους δημιουργήσετε».


Δεν έχουμε καιρό.

   Ο τρίτος λόγος. Δεν έχουμε καιρό. Η ζωή έχει γίνει γεμάτη γεγονότα, δεν έχουμε αρκετό ελεύθερο χρόνο για τα «δευτερεύοντα» πράγματα. Στην πρώτη θέση είναι ψυχαγωγία, αναψυχή, στη δεύτερη, δουλειά, απόκτηση χρημάτων για την ψυχαγωγία και την αναψυχή, στην Τρίτη, αναζήτηση των ευκαιριών, δυνατοτήτων και επαφών για τα πρώτα δύο σημεία. Τι μπορόυμε να πούμε εδώ, αναφέροντας τους κλασικούς συγγραφείς; «Τι είναι η ζωή μας; Ένα παιχνίδι!».


Είναι δύσκολο αυτό.

   Ο τέταρτος λόγος. Η ανάγνωση είναι κόπος, ένας κόπος ιδιόμορφος. Δυστυχώς να εργάζονται πραγματικά μπορούν λίγοι. Μιλάω για την σοβαρή λογοτεχνία. Για παράδειγμα, διαβάζοντας τα έργα του Ντοστογιέφσκι, καταλαβαίνεις ότι εμείς έχουμε ξεμάθει να σκεφτόμαστε με τέτοιο τρόπο όπως το κάνουν οι ήρωες του Ρώσου συγγραφέα.

Η λέξη «μικροσυμφεροντολόγος» στην σοβιετική εποχή, οπότε όλοι ασχολούνταν με την ανάγνωση», θεωρούνταν προσβλητική. Σήμερα όμως την αποδεχόμαστε ήσυχα, περισσότεροι από μας είμαστε μικροσυμφεροντολόγοι. Τρώμε, κοιμόμαστε, κάπως δουλεύουμε (αν και τώρα αυτό δεν είναι αναγκαίο καθόλου), ξεκουραζόμαστε. Είναι ένας καθημερινός κύκλος. Και έτσι ζούμε όλη τη ζωή μας. Όλη τη ζωή! Και οι περισσότεροι άνθρωποι δε θέλουν καθόλου να βγουν από αυτή την επιπόλαια κυκλοφορία των πραγμάτων. Οι μικροσυμφεροντολόγοι φοβούνται να βυθιστούν σε μια βαθιά επικοινωνία, στα καρδιακά συναισθήματα, στην πνευματική αναζήτηση. Φοβούνται και δεν μπορούν επειδή έχασαν αυτή την συνήθεια.


Γιατί αυτό είναι απαραίτητο;

   Και τελικά ο τελευταίος, μάλλον κύριος λόγος. Η κοινή συνείδηση έχασε το νόημα της ανάνγωσης. Αυτό το νόημα το αποκτάμε μόνο όταν διαβάζουμε τα ιερά κείμενα. Δεν είναι τυχαίο ότι η λέξη «Βίβλος» σημαίνει στα ελληνικά «βιβλία» και η λέξη «βιβλιοθήκη» σημαίνει «αποθήκη για βιβλία» (αξίζει να σημειωθεί ότι Κοράν σημαίνει στα αραβικά «ανάγνωση»).

   Ο Χριστιανισμός έχει ιδιαίτερη στάση απέναντι στη λέξη «λόγος», ο ίδιος ο Θεός ονομάζεται Λόγος: «Στην αρχή ήταν ο Λόγος, και ο Λόγος ήταν προς τον Θεόν, και ο Θεός ήταν ο Λόγος» (Ιω. 1: 1-3). Αλλά για να γνωρίσεις τον Θεό, πρέπει να ξέρεις να διαβάζεις δηλαδή όχι μόνο να ξέρεις γράμματα, αλλά να καταφέρεις να κατανοήσεις το νόημα του μηνύματος που μας άφησε ο Θεός.

   Αλίμονο, ο σύγχρονος άνθρωπος στην πλειοψηφία του είναι πολύ μακριά από τις έννοιες «ιερός», «άγιος». Αρκεί να έχεις τα γένια για να ονομαστείς παπάς, να φορέσεις ένα μαντήλι για να ονομαστείς μοναχή, και αν πηγαίνεις στην εκκλησία είσαι άγιος. Για να ξεπεράσεις αυτό το απλοποιημένο τρόπο κοσμοαντίληψης μπορείς μόνο αν κοιτάζεις στα ψηλά, αν επικοινωνείς με τους πνευματικούς ανθρώπους. Αλλά πού να τους βρεις; Η πνευματικότητα στη σύγχρονη κοινωνία εξασθένισε. Απομένει μόνο να ελπίζουμε στον έντυπο λόγο, τα υψηλά δείγματα του οποίου είναι σπαρμένα ως ανεκτίμητα μαργαριτάρια στον ωκεανό Τύπου. Μόνο μην τεμπελιάζεις, μάζευε.

   Τότε αποδεικνύεται ότι η ανάγνωση της λεγόμενης κοσμικής λογοτεχνίας είναι απλώς μια προετοιμασία στην πραγματική εργασία με το κείμενο. Για να πλησιάσει κανείς στην κατανόηση του λόγου του Θεού, πρέπει να ανεβαίνει σταδιακά, να καταλαμβάνει τα πνευματικά επίπεδα διάφορου ύψους. Η σειρά μπορεί να είναι η εξής: η κλασική κοσμική λογοτεχνία, μετά οι Άγιοι Πατέρες και τελικά η Αγία Γραφή.

   Και τώρα το πιο σημαντικό ζήτημα: πώς να κάνουμε τα παιδιά να πάρουν στα χέρια το βιβλίο; Όχι το βιβλίο γενικά, αλλά το βιβλίο των βιβλίων, την Βίβλο, επειδή ούτε καν απλά βιβλία δεν διαβάζουν. Μιλάω για τα παιδιά επειδή αν ένας άνθρωπος από μικρός δεν έκανε παρέα με τον έντυπο λόγο, τότε και στο μέλλον δεν θα μπορέσει να πλησιάσει τα πνευματικά ύψη. Δεν είναι τυχαίο πως οι πατέρες της Εκκλησίας που συνέταξαν την Θεία Λειτουργία (την κύρια χριστιανική πράξη, τον άξονα της ζωής του κάθε Χριστιανού) – Βασίλειος ο Μέγας, Ιωάννης ο Χρισόστομος ήταν από τους πιο μορφωμένους ανθρώπους της εποχής τους. Λοιπόν, τι θα μπορέσουμε να κάνουμε για τα παιδιά μας;

   Εδώ πρέπει να κάνουμε μεγάλη προσπάθεια και να οπλιστούμε με υπομονή. Πρώτον, στο σπίτι πρέπει να δημιουργηθούν προϋποθέσεις ώστε το παιδί πάντα να βλέπει μπροστά στα μάτια του τα βιβλία. Μια βιβλιοθήκη στο σπίτι είναι το πρώτο. Προσέξτε τα στατιστικά δεδομένα, δύο τρίτα των Ρώσων πολιτών δεν έχουν βιβλιοθήκη στο σπτίτι! Αυτοί είμαστε εμείς και εσείς. Και τα φτωχά παιδάκια μας, στερημένοι της πνευματικής τροφής, με τι θα αρχίζουν να «τρέφονται»;

   Δεύτερον, κάθε παιδί πρέπει να διαβάζει μέσα σε μια ομάδα: στην οικογένεια, στην τάξη (ή στον παιδικό σταθμό), στη βιβλιοθήκη. Ώστε να βλέπει τους ομοϊδεατές, να νιώθει πως η ανάγνωση έλκει, ενώνει και καλλιεργεί.

   Ας διαβάζουμε οι ίδιοι και ας μαθαίνουμε τα παιδιά μας να διαβάζουν. Ακόμα και να τα διδάσκουμε να προσεύχονται, να μαθαίνουν το κύριο πράγμα στη ζωή, να θυμούνται ότι η μόρφωση είναι το φως, και η αμάθεια το σκοτάδι, και το σκοτάδι αυτό είναι αιώνιο. «Είναι αξιολύπητοι όσοι δεν γνώρισαν το Θεό, έγραψε ο Άγιος Σιλουανός ο Αφωνίτης. Αυτοί δεν βλέπουν το αιώνιο φως, και μετά το θάνατο πορέυονται στο αιώνιο σκοτάδι. Αυτό το ξέρουμε, γιατί το Άγιο Πνεύμα μας πληροφορεί μέσα στην Εκκλησία για τους Αγίους για το τι υπάρχει στον Παράδεισο και τι στον Άδη».